lundi 26 janvier 2009

ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ

ΤΑ ΞΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Έρχεσαι πάντα μέσ' απ' την ομίχλη.
Κανένα ξόρκι δεν σε πιάνει΄ μήτε τραγούδι.
Μέσα στη νύχτα ξεκρεμάς τα κάδρα
ρίχνεις στα μάτια τον φακό.
Ξαναφωτίζεται ο τόπος.
Ο χρόνος φεύγει όπως έρχεται.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ
Από τη συλλογή ΥΠΕΡΘΥΡΟ, εκδ. Διάττων, 2007


lundi 19 janvier 2009

Η ΖΩΗ


ΑΛΙΝΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ

ΘΕΩΡΗΜΑ

Η ζωή έχει έθιμα. Έχει άροτρα, θυμό. Άγριες φυλές μαζεύονται στις όχθες. Χώνουν τα χέρια τους στο χώμα και ελπίζουνε. Φτιάχνουν πιρόγες που ονομάζονται Η Μνήμη. Κορίτσια σφίγγουνε στο σώμα τους παιδιά. Κροκόδειλοι κοιμούνται μες στη λάσπη. Θαμβωτικές μανόλιες ανατέλλουνε. Γεμίζουνε γαβάθες μαύρο αίμα.

Εμείς δεν είμαστε ζωή. Η ζωή έχει νόημα.
Ο νους μου είναι ένα στιλπνό μαρτύριο.


ΑΛΙΝΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ
Απο τη συλλογή ΑΦΟΣΙΩΣΗ, εκδ. Πατάκη, 2005


lundi 12 janvier 2009

ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ




JOHANNES BOBROWSKI

ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ

Τα βράδια
ο ποταμός αντηχεί,
η βαρειά ανάσα των δασών,
ουρανός, που τον διασχίζουν
κράζοντας τα πουλιά, ακτές
της σκοτεινιάς, παλιές,
απο πάνω τους οι φωτιές των άστρων.

Ανθρώπινα έχω ζήσει,
ξεχνώντας τις θύρες να μετρήσω
τις ανοιχτές. Τις κλειστές
τις έχω χτυπήσει.

Κάθε θύρα είναι ανοιχτή.
Όποιος μπρος της φωνάζει, στέκει
με μπράτσα ανοιγμένα. Έτσι φθάνει και κάθεται στο τραπέζι.
Ομιλία: τα δάση αντηχούν,
τον ποταμό που αρχίζει να ανασαίνει
τον διασχίζουν πετώντας τα ψάρια, ο ουρανός
τρέμει απο φωτιές.



JOHANNES BOBROWSKI (1917-1965)
Μετάφραση Δημήτρης Θ. Γκότσης
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Αρμός, 2007



vendredi 2 janvier 2009

ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Ο ΑΘΩΟΣ

Το σπίτι ήταν έρημο, το έβαφαν και μόλις είχαν φύγει οι ελαιοχρωματιστές, κάποιος καθόταν στο πάτωμα και μοίραζε αδιάκοπα τα χαρτιά, «με κλέβει», μου λέει, και μού’ δειξε αντίκρυ μες στη σκιά , πιό εκεί έστεκε η Μαρία φοβισμένη, «κι αυτό το σπλαχνικό φως που πέφτει απ’ το παράθυρο, δεν είναι απόδειξη της μοιχείας;» φώναζε ο Ιωσήφ, καθώς αργότερα μπήκαμε στο μπαρ, άναβαν τα φώτα, πίσω απ’ το τζάμι καθόταν ο θλιμμένος μουσικός, «δεν ξέρω να παίζω», μου λέει, «αλλά το κάνω γι’ αυτόν» και μού’ δειξε τον ετοιμοθάνατο, ο διάδρομος ήταν σκοτεινός, ακουμπισμένοι στον τοίχο περιμέναμε τη σειρά μας κι όταν ύστερα μ’ άρπαξαν απ’ το γιακά και με πέταξαν στην πάροδο, «εγώ», τους λέω, «δεν είμαι ικανός για έγκλημα, ορίστε η απόδειξη», τράβηξα το σεντόνι και τους έδειξα το σκοτεινό κυπαρίσσι, «μ’ αυτό», τους λέω, «έζησα - τι να τους κάνω τους άλλους».


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1921-1988)
Απο το βιβλίο ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ, εκδ. Κέδρος, 1984


lundi 15 décembre 2008

ΜΕ ΤΟ ΘΗΡΙΟ


ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ

Ανέκαθεν ήμουν περίεργος΄ και δύσπιστος. Μιά μέρα, εκεί που περιδιάβαζα το στήθος σου ανέμελα σφυρίζοντας στη ρεματιά, ανάμεσα απο ισκιερά πλατάνια, βατόμουρα, κρανιές και διάφανα ρυάκια, βλέπω μιάν άσπρη πλάκα τετράγωνη, ωσάν ταφόπετρα ή θύρα μυστικής καταπακτής. Τί είναι πάλι αυτό; ρώτησα τότε, και σε κοίταξα εντατικά στα μάτια, σάμπως για να συλλάβω εκεί άδολη την απάντησή σου, προτού προλάβει η λογική και με τις αλχημείες της την αλλοιώσει. Μου χαμογέλασες αχνά και, μία μία τονίζοντας τις λέξεις, εδώ είναι το υπόγειό μου, είπες, η σκοτεινή μου κρύπτη, η υγρή σπηλιά. Τις νύχτες, σηκώνω κρυφά την πέτρα, τρυπώνω στα σκοτεινά, και λίγο λίγο προσπαθώ, ψηλαφώντας τους τοίχους, να συλλάβω το σχήμα και το μέγεθός της. Απόκρημνο μέρος, όλο βράχια μυτερά, σταλαχτίτες και σταλαγμίτες, και στην καρδιά του σκοταδιού - είναι λίγος καιρός που τ' ανακάλυψα κι εγώ - με μάτια που τρυπάνε την καρδιά του σκοταδιού, ασάλευτο, ημερωμένο το θηρίο.

Θέλω να μπώ κι εγώ, θέλω να ιδώ, κραύγασα τότε, και στην πέτρα ορμώντας σαν τρελός, παρά τις επανειλημμένες, εντωμεταξύ, προειδοποιήσεις σου, ότι το εγχείρημα είναι φοβερά επικίνδυνο, τα μονοπάτια μέσα γλιστερά κι οι βράχοι όλο παγίδες, την ανασήκωσα με κόπο, μπήκα μέσα, προχώρησα ψηλαφώντας - πόσο, δεν ξέρω να πω - , και ιδού 'μαι τώρα, πάντα περίεργος δυστυχώς και δύσπιστος, με φαγωμένες απο το θηρίο, προτού προλάβει και με καταπιεί ολόκληρον, τις σάρκες απ' το στήθος και το πρόσωπό μου.


ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ (1937-1994)
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ(1956-1993), εκδ. Καπάνι, 2007


lundi 8 décembre 2008

IN ABANDON ΚΑΙ ΑΝΕΜΕΛΑ



KENNETH KOCH

THE BRICKS

The bricks in the wall
Sang this song:
"We shall not fail
The whole day long
But white and small
Lie in abandon."

Then the fair maid
Passed with her love
And she to him said,
"There are stars above
Where they have been laid
Let us lie in abandon."

Then the wolf came
With his teeth in abandon
And the lion came
With his teeth in abandon
And they ravaged and he came
To the white stone

And he kissed the field's grass
And he lay in abandon.
"I forget if she was
Or he was the stone
Or if it was the animals,''
And, "Everything comes soon."

_________________


ΤΑ ΤΟΥΒΛΑ

Τα τούβλα κάποιου τοίχου
τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:
"Δεν θα πέσουμε
καθόλου σήμερα
παρά άσπρα και μικρά
θα πλαγιάζουμε ανέμελα."

Μετά πέρασε η ωραία νέα
με τον αγαπημένο της
και του είπε τότε:
"Ψηλά εκεί υπάρχουν άστρα
στη θέση που τα τοποθέτησαν.
Ας πλαγιάσουμε ανέμελα."

Μετά ήρθε ο λύκος
με τα ανέμελα δόντια του
και μετά το λιοντάρι
με τα ανέμελα δόντια του,
και τα ρήμαξαν όλα και τότε πήγε εκείνος
στην άσπρη πέτρα

και φίλησε το χορτάρι του αγρού
και πλάγιασε ανέμελα.
"Δεν θυμάμαι αν η πέτρα
ήταν αυτή ή αυτός
ή τα ζώα,"
και, "Τα πάντα θα συμβούν σύντομα."


KENNETH KOCH (1925-2002)
Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου
Απο το βιβλίο ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ, εκδ. Υπερίων, 1997



lundi 1 décembre 2008

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ Ο ΑΙΩΝΑΣ






ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ

ΟΤΣΙ ΤΣΙΟΡΝΙΓΙΑ (ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ)

- Απόσπασμα -

----------------------------

«Έφτασα στη Βαρκελώνη με καράβι απο τη Μασσαλία. Ήταν μια μέρα με πολύ ήλιο. Συναντήθηκα με άλλους συντρόφους απο τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στο ξενοδοχείο ‘‘Όριεντ’’, στη Ράμπλα ντε λος Φιόρες. Εκείνη τη μέρα είχε μαθευτεί ο θάνατος του Ντουρούτι. Πήγε να πηδήξει απο ένα φορτηγό, παραπάτησε, το ναρανχέρο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Οι αναρχικοί λέγανε πως τον σκοτώσαμε εμείς, άλλοι τα ’ριχναν στους φασίστες. Στο σαλόνι του ξενοδοχείου ήτανε κόσμος, όλοι οπλισμένοι και με κόκκινα μαντίλια στον λαιμό. Είχαμε έρθει απο την Αγγλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία. Μιλάγαμε κι ήταν ο Πύργος της Βαβέλ, συνεννοούμαστε με τα χέρια και τα μάτια, λέγαμε ‘‘No passaran!’’ και μας έφτανε. Ανέβηκα στο δωμάτιο, που το μοιραζόμαστε με άλλους πέντε, δύο ήτανε γυναίκες. Δεν βγάλαμε ούτε τα παλτά μας, από ντροπή για τις γυναίκες. Συστηθήκαμε ο ένας στον άλλον, με ό,τι είχαμε διαλέξει για ονόματα - περισσότεροι ήτανε οι Βλαδίμηροι και μετά έρχονταν οι Στάλιν. Τη μια γυναίκα τη λέγανε Ρόζα, αλλά δεν θυμάμαι το όνομα της άλλης. Αυτή που το όνομά της δεν θυμάμαι ήταν που μου πήρε την ψυχή. Έπεσα να κοιμηθώ και, παρά την κούραση, δεν είχα ύπνο. Οι άλλοι ροχάλιζαν, κέρδιζαν δυνάμεις, γιατί το πρωί θα φεύγαμε για την Ανδαλουσία. Εγώ σηκώθηκα, κατέβηκα να περπατήσω, να κουραστώ. Πίσω μου σηκώθηκε και μ΄ακολούθησε αυτή. Έστριψα απο τη Ράμπλα ντε λος Φιόρες, βρέθηκα στην Πιάτσα Ρεάλ. Ήτανε πολλοί οι ξενύχτηδες που, σαν κι εμένα, κάτι τους έτρωγε. Σχεδόν όλοι πίνανε κάβα. Πήρα ένα μπουκάλι κάβα, κάθησα στο παγκάκι, ήρθε η και η γυναίκα και στριμώχτηκε δίπλα μου. Σηκώναμε το δέκατο ποτήρι κάβα όταν με είπε ‘‘καμαράδ’’, ‘‘καμαράδα’’ την είπα κι εγώ κι αυτά ήταν τα ονόματά μας. Έβγαλε έναν χάρτη, σημείωσε τη διαδρομή, μέχρι τη Λέιντα. Μου έδειξε στον χάρτη τα χωριά που θα περνούσα, ‘‘Κάθε τόπος και το αίμα του, πολλοί οι νεκροί’’, είπε. Δίπλα μας τραγουδούσανε το ‘‘Άι Καρμέλα’’, ‘‘ούνα νότσε ρίο πασό, παραπάμ, παραπάμ, παραπάμ’’, το μουρμούριζε κι αυτή. Τέλειωσε το τραγούδι και δεν θυμάμαι αν με ρώτησε κι αν απάντησα. ‘‘Γιατί πολεμάμε;’’ ‘‘Για να περάσουμε το ποτάμι’’. Χωρίσαμε εκεί. Δεν την ξανάδα. Πολέμησα έναν χρόνο, έφτασα μέχρι τη Σαραγκόσα. Ρίο πασό, άι καπίτο; Γνώρισα γυναίκες, δεν τις θυμάμαι, όλες ίδιες είναι μέσα μου. Μόνο αυτή είναι ξεχωριστή και κάπως έτσι είναι ο έρωτας. Την έχω, εικόνα, μπροστά μου, αλλά να την περιγράψω δεν μπορώ. Μετά παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, προσπάθησα να την ξεριζώσω απο την καρδιά μου - αγκάθι μού στέκεται. Στον εμφύλιο της Ισπανίας χάθηκε ο αιώνας », τέλειωσε την ιστορία του ο γέρος, και το είπε με τη λύπη των οπαδών της Γιουβέντους όταν χάνει η ομάδα τους.

-----------------------------


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
Απο το μυθιστόρημα ΟΤΣΙ ΤΣΙΟΡΝΙΓΙΑ (ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ), εκδ. Καστανιώτη, 1999




lundi 24 novembre 2008

ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΑΝΑΜΕΣΑ



ΤΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣΤΑΘΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΤΙΟΥ

Οι άγνωστοι δεν κοιτάζουν αγνώστους στο δρόμο
αν τους κοιτάξουν άγνωστοι τότε ίσως κοιτάζουν
τους άγνωστους που τους κοίταξαν
άγνωστοι κοίταξαν αγνώστους που δεν τους κοίταζαν
που ίσως τους κοιτάξουν, ίσως ενοχλημένοι.
Δεν κοιτάνε αγνώστους οι άγνωστοι
αλλά άγνωστοι κοιτάνε αγνώστους
και τους κοιτάζουν άγνωστοι στο δρόμο
ενώ απ' τους γνωστούς ή φίλους
λίγο ακόμη και πολύ φίλους του άλλοτε
ή χθες μόλις,
λίγους πολλές χιλιάδες εκατομμύρια φορές
λιγότερους απ' τους αγνώστους
άλλους κάμποσους πολλούς
βιάζοντας τα βήματα τα βλέμματά τους
κάνουνε πρώτοι πως δεν τους βλέπουνε αυτοί
κι άλλοι απ' τους ελάχιστους
κάμποσοι πολλοί
κάνουν εκείνοι πως δε βλέπουνε αυτούς
που τότε αισθάνονται εγκαίρως ευεργετημένοι
την οχληρή φροντίδα νά' χουνε γλυτώσει
πρώτοι πάλι αυτοί να έκαναν πως δεν τους είδαν
πως ούτε πρόκειται πλέον να τους δούνε
πως ούτε εκείνοι δυνατότητα καμία υπήρξε αυτούς να δούνε
πως είναι μάλιστα όλοι τυφλοί
καθώς σαν αυτοί ή εκείνοι περπατάμε στο δρόμο
με τα μάτια κατ' ανάγκην ανοιχτά ακόμη
και το φως πέφτει πάντα ανάμεσά μας
πάμπλουτο και καρτερικό.


ΤΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣΤΑΘΗΣ (1946-1999)
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ & ΠΕΖΑ 1964-1999, εκδ. Νεφέλη, 2006


dimanche 16 novembre 2008

ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ ΑΠ' ΤΟ ΣΟΥΕΖ !


MAURICE MAC-NAB

LE MÉKÉRONI !

Sonnet britannique en prose

Pour avoar du bonne mékéroni, il fallait avoar du bonne fromédje.
Aoh!...

Mais, pour avoar du bonne fromédje, il fallait avoar de bonnes pétiourédjes.
Aoh!...

Et pour avoar des bonnes pétiourédjes, il fallait bôcoup d' ârgent.
Aoh! compréné-vos?

Je keuntiniou:
Pour avoar bôcoup d' ârgent, il fallait vendre baôcoup de keuteune.

Mais, pour vendre baôcoup de keuteune, il fallait avoar le canal de Souez.

Donc, pour avoar du bonne mékéroni, il fallait avoar le canal de Souez !



MAURICE MAC-NAB (1856-1889)
Απο τα POEMES MOBILES, Paris, 1886


lundi 10 novembre 2008

ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΚΟΣ

ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ

Χρώμα τ' ουρανού χειμώνας.
Με τα ελάφια της αγωνίας να τριγυρίζουν
Πίσω απ' τις αυλές
Με τις πληγές μας πρόχειρα δεμένες
Με τα κρυστάλλινα φώτα να γυαλίζουν
Πάνω στα θρύψαλα της μέρας.

Άγνωστοι ανοίγουν την πόρτα μου
Κι άλλος μου πετάει μιά πέτρα
Ένα παιδικό ζεστό κεφάλι
Ένα ολάκαιρο καλοκαίρι - πληγή του Αυγούστου-
Τα ματωμένα βλέφαρά της.

Τα σύνορα στα σύνορα των αγαλμάτων
Στη μικρή σιδερένια τους πόρτα
Ρυθμός του ήλιου μιάς άλλης εποχής
Πατώντας τις λάσπες αγγίζοντας με τον αγκώνα την ευτυχία
Στα μαρμαρένια σύνορα πριν δω το θάνατο να μπαίνει.

Χρώμα τ' ουρανού σκαλίζοντας πάνω στα σύννεφα ελπίδες
Φοβέρες των ημερών που έπνιξα
Των ημερών που τόσο με βασάνισαν.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΚΟΣ (1920-2000)
Απο την ΠΟΙΗΣΗ 1944-1990, εκδ. Νεφέλη, 1992

lundi 3 novembre 2008

ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΚΟΤΣΥΦΙ



ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

ΕΝΑ ΒΙΟΛΙ ΚΙ ΕΝΑ ΚΟΤΣΥΦΙ

Ένα βιολί κι ένα κοτσύφι
ένα βαρέλι και μιά κάσα
παίζουν μιά νέα μουσική.
Ξέχασε ο γαμπρός τη νύφη
και γύρισε ξανά στη θάλασσα,
τη μόνη αθάνατη γιορτή.

Σκόρπισαν τότε οι καλεσμένοι,
πήρανε τ’ αυτοκίνητά τους
και βγήκανε στην εξοχή
που ήταν ακόμη νυσταγμένη.
Άπλωσαν τα τραπεζομάντιλά τους
πάνω στη νοτισμένη γη

ενώ στη μαγεμένη πόλη
έμπηγε το μαχαίρι η νύφη...
Έπαιζε η νέα μουσική
κι ήτανε γρήγορη σαν βόλι
που ’ριχνε το βαθύ βιολί
σ’ ένα πουλί, σ’ ένα κοτσύφι.



ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
Απο τη συλλογή ΟΙ ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, εκδ. Ρόπτρον, 1990

lundi 27 octobre 2008

Η ΣΦΑΙΡΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΗ



BARBARA GARLASCHELLI

ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Εγώ ξέρω ποιός σκότωσε την κυρία Φιορέντσι. Τον είδα με τα μάτια μου το δολοφόνο, τον είδα την ώρα που τραβούσε το πιστόλι και σημάδευε την καημενούλα στην καρδιά.
Δεν ξέρω το όνομά του, αλλά ξέρω ακριβώς ποιός είναι. Είμαι γριά, αλλά η όρασή μου είναι ακόμη καλή.
Φοβάμαι ότι θέλει να σκοτώσει κι εμένα, επειδή ξέρει ότι τον αναγνώρισα, γι' αυτό λοιπόν αφήνω αυτό το χαρτί κρυμμένο κάπου, και όποιος το βρει, αύριο ή σε εκατό χρόνια, να ξέρει ότι εγώ, η Μαρία Μόντι, έχουσα σώας τας φρένας, δηλώνω ότι ο δολοφόνος της μακαρίτισσας Άλμα Φιορέντσι, είναι

Ποιός να 'ναι, κύριοι, εσείς που θα βρείτε αυτό το χαρτί αύριο ή σε εκατό χρόνια, δεν θα το μάθετε ποτέ, γιατί, αν είναι αλήθεια ότι η πένα πληγώνει πιο πολύ απο το σπαθί, είναι άλλο τόσο αλήθεια ότι η σφαίρα είναι πιο γρήγορη απο την πένα.


BARBARA GARLASCHELLI
Μετάφραση Ερμιόνη Κοροσίδου
Απο το βιβλίο ΒΑΛΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥΣ, εκδ. Perugia, 1996



samedi 28 juin 2008

ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ !


Πιάσαν οι ζέστες και ο ORNITHOLOGICUS κλείνει! Το καλοκαίρι είναι γι' άλλα πράγματα, όχι για blogs. Όπως και πέρυσι τέτοια εποχή, σας κουνάμε μαντίλι αποχαιρετισμού. Δουλέψαμε σκληρά (τρομάρα μας!) όλο το χειμώνα και ανυπομονούμε να έρθει η ώρα κι η στιγμή που θα βουτήξουμε στη δροσιά της καλοκαιρινής θάλασσας. Και φέτος ξανά μανά τα ίδια και τα αυτά: θα ξαπλώνουμε κάτω απ' τα δέντρα, θα πίνουμε δροσερά ποτά - caipirinha (τις μονές ημέρες), pina colada (τις ζυγές) - και θα λικνιζόμαστε στο ρυθμό της μπόσα νόβα under the stars ! Ευχόμαστε τα ίδια και καλύτερα για σας που μας συντροφέψατε όλο το χειμώνα.



Όπως και πέρυσι τέτοια εποχή, πιστοί στην παράδοση, σας ζητάμε να προτείνετε βιβλία που σας άρεσαν για να τα διαβάσουμε κι εμείς. Εννοείται πως δεν είναι ανάγκη να έχουν εκδοθεί πρόσφατα, αρκεί να εξακολουθούν να κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε λοιπόν. όποτε θέλετε, όλο το καλοκαίρι, να γράφετε σ' αυτή την ανάρτηση αντί σχολίων τις προτάσεις σας.

Και φυσικά - διάβολε, τί το ' χουμε το blog ! - θα ξεκινήσουμε απο τις δικές μας προτιμήσεις. Εξαιρούνται όλα τα βιβλία, κείμενα των οποίων παρουσιάστηκαν στον ORNITHOLOGICUS - είμαι σίγουρος πως ό,τι σας γυάλισε σπεύσατε ήδη και το προμηθευτήκατε. Πάμε λοιπόν. Ο LOCUS SOLUS προτείνει:

1. Λουί-Φερντινάν Σελίν: ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (Εστία)

2.Τζόναθαν Λίτελ: ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ (Λιβάνης)

3. Εμμανυέλ Πιερρά: Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΟΥ ΣΕΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΗΓΑΝΗΤΟΥ ΨΑΡΙΟΥ (Άγρα)

4. Ισαάκ Ρόσα: ΤΟ ΜΑΤΑΙΟ ΧΘΕΣ (Πόλις)

5. Ζυλιέν Γκρακ: ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ (Ίνδικτος)

6. Αντόνιο Λόμπο Αντούνες: ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ (Καστανιώτης)

7. Αντόνιο Ταμπούκι: ΡΕΚΒΙΕΜ (Άγρα)

8. Μακ Χέιρτ: ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ : ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ (Μεταίχμιο)

9. Ολιβιέ Μερσιέ: ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΣΑΒΟΝΑ(Ψυχογιός)

10. Αλμπέρτο Βάθκεθ-Φιγκερόα: ΤΟΥΑΡΕΓΚ (Κοάν/Μέδουσα)



ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΛΙΣ ΧΕΙΜΩΝΙΑΣΕΙ ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ !


VIVE LA REPUBLIQUE !!!


mardi 24 juin 2008

ΘΑ ΞΑΝΑΔΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΜΑΣ


ΧΑΡΑ ΧΡΗΣΤΑΡΑ

ΣΑΝ ΠΕΤΡΑ

Η απουσία κατρακύλησε σαν πέτρα
που με παίρνει απ’ το λαιμό

Κλιμακωτά επικάθονται
στο ρούχο μου οι σκόνες
απ’ αυτό το κατρακύλισμα

Μιά ηλιαχτίδα παιχνιδίζει
κι ύστερα βαθύχρωμα σύγνεφα
σκεπάζοντας την ουράνια σφαίρα
πετρώνουν και την καρδιά μου

Κλειστά τα μάτια
ανιχνεύουν με τη φαντασία το τοπίο
Χορεύει ακόμη εκείνη η απουσία
επιθανάτιο χορό

Ανοίγοντας τα βλέφαρα
δεν θα λυγίσω
μπροστά στη θέα της αποκάλυψης
που σκοτείνιασε τον τόπο
κι έφερε σεισμό και καταποντισμό

Θα ξαναδούμε τις πόλεις μας
στον ορίζοντα να λάμπουν
με τα φώτα τους τη νύχτα



ΧΑΡΑ ΧΡΗΣΤΑΡΑ
Απο τη συλλογή ΤΟ ΧΑΣΜΑ, εκδ. Νέα Πορεία, 2006



mercredi 18 juin 2008

ΑΛΛΕΣ ΑΝΕΣΕΙΣ ΑΛΛΟΙ ΚΑΗΜΟΙ




EUGENIO MONTALE

L'ARNO A ROVEZZANO

I grandi fiumi sono l’immagine del tempo,
crudele e impersonale. Osservati da un ponte
dichiarano la loro nullità inesorabile.
Solo l’ansa esitante di qualche paludoso
giunchetto, qualche specchio
che riluca tra folte sterpaglie e borraccina
può svelare che l’acqua come noi pensa se stessa
prima di farsi vortice e rapina.
Tanto tempo è passato, nulla è scorso
da quando ti cantavo al telefono ''tu
che fai l’addormentata'' col triplice cachinno.
La tua casa era un lampo visto dal treno. Curva
sull’Arno come l’albero di Giuda
che voleva proteggerla. Forse c’è ancora o
non è che una rovina. Tutta piena,
mi dicevi, di insetti, inabitabile.
Altro comfort fa per noi ora, altro
sconforto.


_________________


Ο ΑΡΝΟΣ ΣΤΟ ΡΟΒΕΤΣΑΝΟ

Τα μεγάλα ποτάμια είναι η εικόνα του χρόνου,
σκληρού κι απρόσωπου. Κοιταγμένα απο μιά γέφυρα
διαλαλούν αδυσώπητα το μηδέν τους.
Μόνον ο διστακτικός μαίανδρος κάποιου ελόβιου
βούρλου, κάποια λιμνάσματα
που αστράφτουν ανάμεσα σε θάμνους πυκνούς και βρύα
μπορούν ν' αποκαλύψουν πως και το νερό συλλογίζεται τον εαυτό του
πριν γίνει ρουφήχτρα και λυσσομάνημα.
Πάει τόσος καιρός, στιγμή δεν πέρασε
που σου τραγούδαγα στο τηλέφωνο «μην κάνεις
την αποκοιμισμένη» με τριπλό καγχασμό.
Το σπίτι σου ήταν μιά λάμψη ιδωμένη απ' το τρένο. Κυρτώνεται
πάνω στον Άρνο σαν το δέντρο του Ιούδα
που ήθελε να το προστατεύσει. Μπορεί να υπάρχει ακόμα ή
έχει πια τώρα ερειπωθεί. Γεμάτο
μού έλεγες απο έντομα, ακατοίκητο.
Άλλες ανέσεις ταιριάζουν σήμερα σε μάς,
άλλοι καημοί.



EUGENIO MONTALE (1896-1981)
Μετάφραση Νίκος Αλιφέρης
Απο το ΦΙΝΙΣΤΕΡΕ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Άγρα, 1995



samedi 14 juin 2008

ΚΑΗΜΕΝΗ ΚΟΤΑ


ΣΑΚΗΣ ΣΕΡΕΦΑΣ

ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Να ένας άνθρωπος
που πηγαίνει πανέτοιμος να κάνει κάποιο σεξ.

Στον δρόμο του συναντάει μια κότα με κοφτερή ομορφιά
πούπουλα χρυσαφιά, ράμφος φιλντισένιο
τον κοιτάζει κατάματα εκείνος βιάζεται την κλωτσάει
καημένη κότα κράζουν όλοι.

Πήγε ο άνθρωπος το 'κανε το σεξ του
η κότα ράμφισε τρία μυρμήγκια παραπέρα ηρέμησε
έφυγε κι ο κόσμος που είχε μαζευτεί
ερήμωσε ο τόπος, πέρασε καιρός.

Πρώτη πέθανε η κότα.



ΣΑΚΗΣ ΣΕΡΕΦΑΣ
Απο τη συλλογή ΠΡΩΤΑ ΠΕΘΑΝΕ Η ΚΟΤΑ, εκδ. Κέδρος, 2007