jeudi 31 mai 2007

LA NOCHE DE DESPOSADA



ANA ISTARÚ

ESTA NOCHE DE DESPOSADA

Esta noche de desposada
soy mi balcón.
Ventana soy
sin otro atuendo que el del amor.
Y cuando el día
golpee en el vidrio de mi ventana
he de vestirme con mi sábana de desposada.
Que balcón soy.
Para mostrar el paño blanco
tan blanco por la ventana,
tras esta noche de desposada.
Sin una sola nervadura de la amargura,
sin alfileres púrpuras,
sin una isla ni un algo dón
en que alojarse pueda el dolor.
Que blanca y pura
soy mi balcón.
Adiós la sangre.
Adiós la sangre, la sangre y su tiniebla.
Que así desnuda y cubierta
con mi sábana de desposada
yo estoy armada.
Y por las calles de España
y a mi América cansada voy,
para mostrar mi blanca tela,
vagina blanca. Blanco el amor.
Porque esta noche de desposada soy mi balcón.

ANA ISTARÚ

mercredi 30 mai 2007

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ



LOUIS ARAGON

LES YEUX D´ ELSA

Tes yeux sont si profonds qu'en me penchant pour boire
J'ai vu tous les soleils y venir se mirer
S'y jeter à mourir tous les désespérés
Tes yeux sont si profonds que j'y perds la mémoire

À l'ombre des oiseaux c'est l'océan troublé
Puis le beau temps soudain se lève et tes yeux changent
L'été taille la nue au tablier des anges
Le ciel n'est jamais bleu comme il l'est sur les blés

Les vents chassent en vain les chagrins de l'azur
Tes yeux plus clairs que lui lorsqu'une larme y luit
Tes yeux rendent jaloux le ciel d'après la pluie
Le verre n'est jamais si bleu qu'à sa brisure

Mère des Sept douleurs ô lumière mouillée
Sept glaives ont percé le prisme des couleurs
Le jour est plus poignant qui point entre les pleurs
L'iris troué de noir plus bleu d'être endeuillé

Tes yeux dans le malheur ouvrent la double brèche
Par où se reproduit le miracle des Rois
Lorsque le coeur battant ils virent tous les trois
Le manteau de Marie accroché dans la crèche

Une bouche suffit au mois de Mai des mots
Pour toutes les chansons et pour tous les hélas
Trop peu d'un firmament pour des millions d'astres
Il leur fallait tes yeux et leurs secrets gémeaux

L'enfant accaparé par les belles images
Écarquille les siens moins démesurément
Quand tu fais les grands yeux je ne sais si tu mens
On dirait que l'averse ouvre des fleurs sauvages

Cachent-ils des éclairs dans cette lavande où
Des insectes défont leurs amours violentes
Je suis pris au filet des étoiles filantes
Comme un marin qui meurt en mer en plein mois d'août

J'ai retiré ce radium de la pechblende
Et j'ai brûlé mes doigts à ce feu défendu
Ô paradis cent fois retrouvé reperdu
Tes yeux sont mon Pérou ma Golconde mes Indes

Il advint qu'un beau soir l'univers se brisa
Sur des récifs que les naufrageurs enflammèrent
Moi je voyais briller au-dessus de la mer
Les yeux d'Elsa les yeux d'Elsa les yeux d'Elsa

________________________


ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ


Τόσο βαθιά τα μάτια σου που΄σκυψα να πιώ πάνω
Κι είδα τους όλους ήλιους σ΄αυτά ν΄αντιφεγγούν
Και τους απελπισμένους να πέφτουν να πνιγούν
Τόσο βαθιά τα μάτια σου που εκεί τη μνήμη χάνω

Κάτω απο σύννεφο πουλιών μουντός ωκεανός
Και φέξιμο ύστερα ουρανών στα μάτια σου ανεφέλων
Το θέρος κόβει σύννεφα στις ρόμπες των αγγέλων
Πάνω απ’ τα στάχυα ο ουρανός τόσο είναι γαλανός

Πασχίζει η αύρα του γλαυκού τα νέφη ν’ αλαφιάσει
Τα μάτια σου πιό διάφανα στο δάκρυ τους υγρά
Που κι ο ουρανός ο απόβροχος ζηλιάρης τα θωρά
Γαλάζιο τόσο το γυαλί στο μέρος πού’ χει σπάσει

Μάνα των εφτά βάσανων σελαγισμέ μου υγρέ
Εφτά ρομφαίες πέρασαν το πρίσμα των χρωμάτων
Οι ωραίες μέρες έχουνε πικρό το χάραμά των
Η μελανόστικτη ίριδα στα μαύρα είναι πιό μπλε

Τα πονεμένα μάτια σου ρήγμα διπλό ανοιγμένο
Απ’ όπου μεταγίνεται το θαύμα σαν με μιάς
Οι Μάγοι οι τρεις αντίκρυσαν με χτύπο της καρδιάς
Το φόρεμα της Παναγιάς στη φάτνη κρεμασμένο

Λόγια στου Μάη τη μουσική και στον πολύ καημό
Θά’ φτανε κι ένα μοναχό στόμα να δώσει πλέρια
Μονάχα έν’ άπειρο στενό και θά’ πρεπαν στ’ αστέρια
Τα μάτια σου με των Διδύμων τον αστερισμό

Ούτε παιδί που εκστατικό θαυμάζει ωραίες εικόνες
Δε στήνει μάτια σαν κι εσέ μεγάλα φωτερά
Δεν ξέρω αν λες και ψέμματα σα γίνονται γλαρά
Άγριες θαρρείς απ’ τη βροχή κι ανοίγονται ανεμώνες

Να κρύβονται άραγε αστραπές μεσ’ τη λεβάντα αυτή
Που εντόμων μέσα της σφοδρός ερωτισμός ανάφτει
Στων διαττόντων πιάστηκα το δίχτυ σαν το ναύτη
Μεσαύγουστο από κύματα που’ χει άξαφνα αρπαχτεί

Τράβηξα αυτό το ράδιο απο ουρανίτη ουσία
Τα δάχτυλά μου καίγοντας σ’ απρόσιτη φωτιά
Κοντά μου είσαι παράδεισε κι ωστόσο είσαι μακριά
Περού μου είναι τα μάτια σου Γολκόνδη μου κι Ινδία

Κι ήρθε ένα βράδι που το σύμπαν έγινε κομμάτια
Σε βράχους που τους κόρωσαν οι ναυαγοί μα εγώ
Πάνω απ’ τη θάλασσα έβλεπα ζευγάρι λαμπερό
Τα μάτια της Έλσας τα μάτια της Έλσας τα μάτια


LOUIS ARAGON

Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας
απο τις ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, εκδ. ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, 1986

lundi 28 mai 2007

ΙΕΡΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ



DENISE LEVERTOV

COME INTO ANIMAL PRESENCE

Come into animal presence
No man is so guileless as
the serpent. The lonely white
rabbit on the roof is a star
twitching its ears at the rain.
The llama intricately
folding its hind legs to be seated
not disdains but mildly
disregards human approval.
What joy when the insouciant
armadillo glances at us and doesn't
quicken his trotting
across the track and into the palm brush.

What is this joy? That no animal
falters, but knows what it must do?
That the snake has no blemish,
that the rabbit inspects his strange surroundings
in white star-silence? The llama
rests in dignity, the armadillo
has some intention to pursue in the palm-forest.
Those who were sacred have remained so,
holiness does not dissolve, it is a presence
of bronze, only the sight that saw it
faltered and turned from it.
An old joy returns in holy presence.

________________________________


ΕΛΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Έλα στην παρουσία των ζώων.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι άδολος όσο
το φίδι. Ο μοναχικός λευκός
λαγός στη στέγη είναι ένα αστέρι
που τινάζει τα αυτιά του στη βροχή.
Το λάμα πολύπλοκα
διπλώνοντας τα πίσω πόδια για να κάτσει
δεν περιφρονεί μόνο ελαφρά
αψηφάει την ανθρώπινη επιδοκιμασία.
Τι χαρά όταν ο ανέμελος
αρμαντίλο μας ρίχνει ένα βλέμμα και δεν
βιάζει το πηδηχτό του βήμα
όπως διασχίζει το μονοπάτι ως της χουρμαδιάς την τούφα.

Τι είν’ αυτή η χαρά; Ότι κανένα ζώο
δε λαθεύει μα ξέρει τι πρέπει να κάνει;
Ότι το φίδι είναι άσπιλο,
ότι ο λαγός επιθεωρεί το παράξενο περιβάλλον του
σε άσπρη αστρική σιωπή; Το λάμα
αναπαύεται μ’ αξιοπρέπεια, ο αρμαντίλο
κάποιο σκοπό κυνηγά μες στις χουρμαδιές.
Αυτοί που ήσαν ιεροί έτσι κι έμειναν,
η αγιότητα δεν διαλύεται, είναι μιά παρουσία
χαλκού, μόνο η όραση που την είδε
παραστράτησε και την αποστράφηκε.
Μιά παλιά χαρά επιστρέφει σε άγια παρουσία.


DENISE LEVERTOV (1923-1997)
Μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

samedi 26 mai 2007

ΔΡΟΜΟΣ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ


ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Μέσα στη μουσική υπάρχει χώρος
Να κοιμηθεί ο άνεμος
Μαζί του να ταξιδέψουμε κι εμείς

Μέσα στη μουσική εφύτεψαν ένα πάθος
Παράξενο
Άνθος η ζωή μας άνθος
Απο στόμα περνά σε στόμα
Κόβονται τα γόνατά μας
Όταν ανεβαίνουμε στ' άλογα
Τρέχουμε στη μάχη χωρίς κεφάλια
Δεν μας αφήνουν τα σύννεφα
Να σηκώσουμε κάτι απο τη γη
Να φέρουμε μιά ενθύμηση μαζί μας

Κάπου ο κίνδυνος είναι μεγάλος
Όμως αυθόρμητα τραβάμε ίσια
Προχωρούμε όχι πια μέσα στη μουσική
Αλλά μέσα στο θάνατο

Κι ο δρόμος μας δεν έχει τέλος


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ (1908-1941)


jeudi 24 mai 2007

ΓΥΝΑΙΚΕΣ




JULIO TORRI

MUJERES

Siempre me descubro reverente al paso de las mujeres elefantas, maternales, castísimas, perfectas.
Sé del sortilegio de las mujeres reptiles –los labios fríos, los ojos zarcos- que nos miran sin curiosidad ni comprensión desde otra especie zoológica.
Convulso, no recuerdo si de espanto o atracción, he conocido un raro ejemplar de mujeres tarántulas. Por misteriosa adivinación de su verdadera naturaleza vestía siempre de terciopelo negro. Tenía las pestañas largas y pesadas, y sus ojillos de bestezuela cándida me miraban con simpatía casi humana.
Las mujeres asnas son la perdición de los hombres superiores. Y los cenobitas secretamente piden que el diablo no revista tan terrible apariencia en la hora mortecina de las tentaciones.
Y tú, a quien acompasadas dichas del matrimonio han metamorfoseado en lucia vaca que rumia deberes y faenas, y que miras con tus grandes ojos el amanerado paisaje donde paces, cesa de mugir, amenazadora al incauto que se acerca a tu vida, no como el tábano de la fábula antigua, sino llevado por veleidades de naturalista curioso.


JULIO TORRI (1889-1970)
Απο την Ανθολογία NEW POETRY OF MEXICO, New York 1970

mercredi 23 mai 2007

ΤΑ ΜΟΣΧΟΒΟΥΒΑΛΑ



Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ

ΤΑ ΜΟΣΧΟΒΟΥΒΑΛΑ

Στη μικρή Ελίζα

Σέρνει με το λουρί απ' το λαιμό δυό υπέροχα κανελλιά μοσχοβούβαλα. Δίπλα της οι δύο κόρες της καμαρωτές και υπάκουες την ακολουθούν χοροπηδώντας ναζιάρικα. Ξαφνικά το ένα μοσχαράκι γυρίζει και χωρίς προφανή λόγο χώνει μια γερή δαγκωματιά στο μπούτι του πιο μικρού κοριτσιού. Η μικρούλα βγάνει τότε απ' την τσέπη της ποδιάς της ένα μαχαιράκι και περνώντας το μπροστά απ' τα μάτια του ατίθασου ζώου, σφίγγοντας τα δόντια, αρχίζει να χαράζει τη ράχη του, απ' όπου τρέχει άφθονο το αίμα, ενώ του λέει: ''Αυτό για να σε συνετίσει, για να σου γίνει μάθημα να μην το επαναλάβεις ποτέ'', και συνεχίζει να προχωρά, χοροπηδώντας ναζιάρικα.


Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
Απο τις ΤΡΕΙΣ ΔΕΚΑΡΕΣ, εκδ. Στιγμή, 2006

dimanche 20 mai 2007

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ


TERESA RITA LOPES


A CASA DO POEMA

Os versos que nos fogem da memôria
sâo como os cães e os gatos que
às vezes
fogem da casa
mas se nos amam acabam por
voltar.

Por isso vos deixo à solta
e nem sequer vos prendo na casa do poema
quando vêm ter comigo.
Mas se insistirem
em me procurar
então sim:
ofereço-vos
uma cadeirinha baixa ponho-vos na mesa
pão e queijo
e se quiserem vinho e café
e digo-vos que têm uma folha branca
e um coração às ordens.´

_______________________


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Οι στίχοι που φεύγουν απ' τη μνήμη μας
μοιάζουν με τα σκυλιά και τα γατιά που
μερικές φορές
το σκάνε απο το σπίτι
αλλά αν μας αγαπούν αληθινά στο τέλος
επιστρέφουν.

Γι' αυτό και σας αφήνω ελεύθερους
δεν προσπαθώ να σας κρατήσω στου ποιήματος το σπίτι
όταν ερχόσαστε σε μένα.
Αν όμως επιμένετε
κι έρχεστε και ξανάρχεστε
ε τότε ναι:
σας βάζω
σε καρέκλα χαμηλή σας φέρνω στο τραπέζι
ψωμί τυρί
κι αν το ζητήσετε κρασί ή καφέ
και έχετε λέω ένα λευκό χαρτί
και μιά καρδιά στις προσταγές σας.

_________________________


TERESA RITA LOPES
Απο τη συλλογή AFECTOS, 2001
Μετέφρασε ο LOCUS SOLUS


samedi 19 mai 2007

L' ULTIMO TRENO



FRANCO FORTINI



LA PARTENZA

Ti riconosco, antico morso, ritornerai
tante volte e poi l'ultima.

Ho raccolto il mio fascio di fogli,
preparata la cartella con gli appunti,
ricordato chi non sono, chi sono,
lo schema del lavoro che non farò.
Ho salutato mia moglie che ora respira
nel sonno sempre la vita passata,
il dolore che appena le ho assopito
con imperfetta, di sé pietosa, atterrita tenerezza.
Ho scritto alcune lettere ad amici
che non mi perdonano e che non perdono.
E ora sul punto di dormire
un dolore terribile mi morde
come mille anni fa quando ero bambino
e lo chiamavo Iddio, e Iddio è questo
ago del mondo in me.

Fra poco, quando dai cortili l'aria
fuma ancora di notte e sulla città
la brezza capovolge i platani, scenderò per la via
verso la stazione dove escono gli operai.
Contro il loro fiume triste, di petti vivo,
attraverso la mobile speranza
che si ignora e resiste,
andrò verso il mio treno.



FRANCO FORTINI (1917-1994)

Απο το βιβλίο UNA VOLTA PER SEMPRE, Poesie 1938-1973



jeudi 17 mai 2007

ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΙΔΙΕΣ !


ΠΑΝΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ

Ποιός άσχετος φαρμακοτρίφτης, ποιός νεκροζώντανος
χλαμυδάκιας, ποιός τζουτζές του Πλάτωνα έγραψε πρώτος
πως άμα σβήσει το φως, όλες οι γυναίκες είναι ίδιες!

Απερίγραπτοι κορτάκηδες τον ακολούθησαν. Μασώντας
τη γαλήνη και φτύνοντας τα δόντια τους ανάμεσα στους
αιώνες, έστρωναν το παπιγιόν και σώβρακο με λουλουδάκια

φορώντας έπνιγαν τις γυναίκες στην ερημιά ενός κρεβατιού
βιβλιογραφικά στηριγμένοι στη ρήση του προγόνου τους
του μύωπα, του αμβλύωπα, του αστιγματικού, του στραβάδη!

Συμφωνώ πως ο απρόσεχτος παρατηρητής θαμπωμένης γυναίκας
που ξαπλώνει μαζί του γυμνή στο φως των πυγολαμπίδων
με τα ρούχα της σκοτεινά ζώα παντού στο δωμάτιο μπορεί

ζαλισμένος απο τα λικέρ και τις χαβάγιες του κήπου
να μη ξεχωρίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθώς εκείνη
κοιτάζει αόριστα επάνω αριστερά με μισάνοιχτο στόμα

τα χείλια σε σιγηλή χαλάρωση και με ώμους στιλπνούς
ανασαίνοντας βαθιά. Το λίγο φως κάνει τη σάρκα γκρίζα
ενώ τα σεντόνια όντως όλα μοιάζουν μεταξύ τους στις πτυχές.

Αλλ' ως εδώ! Ποιός παράφρων θα μπορούσε να αγνοήσει
τις διαφορές στο χνούδι των χειλιών που ξάνθηνε το οξυζενέ
στα μικρά δάχτυλα των ποδιών που λύγισαν απ' τις γόβες

Και τί να ειπώ για το μέγεθος των βυζιών, το μήκος του λαιμού
που δημιουργούν ολότελα διαφορετικήν εντύπωση στα φιλιά,
τί να ομολογήσω για τον βραχνό ζουμερό τους εγκέφαλο

και την πάντοτε διαφορετική μουσική και τις πάντα δύσκολες
συνθήκες της επαφής και τέλος για τον σίγουρα καλύτερο
παλιό εραστή που τους ματώνει τη μιλιά λυχνίζοντας το σώμα

ΠΑΝΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ

Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΧΑΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ, εκδ. Ιστός, 2001



mercredi 16 mai 2007

Η ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΣΟΥΜΙΩΝ





PIERRE LOTI

AZIYADE

Απόσπασμα
------------------------------------------------------------------------------------------------


Η Αζιγιαντέ, που ήταν πιστή στο μικρό πασουμάκι απο κίτρινο μαροκινό των καλών μουσουλμάνων, χωρίς τακούνι ούτε λουράκι απο πάνω, χαλούσε τουλάχιστον τρία ζευγάρια τη βδομάδα΄ υπήρχαν πάντα κάποια εφεδρικά, σκόρπια σε όλες τις γωνιές του σπιτιού, και έγραφε στο εσωτερικό τους το όνομά της, με τη δικαιολογία ότι μπορεί, ο Αχμέτ ή εγώ, να της τα πάρουμε.
Τα χρησιμοποιημένα καταδικάζονταν σ' ένα φρικτό βασανιστήριο: εκσφενδονίζονταν τη νύχτα απο την ταράτσα στο κενό και κατέληγαν στα νερά του Κεράτιου. Αυτό ονομαζόταν κουρμπάν των παπούτς, θυσία των πασουμιών.
Ήταν πολύ ευχάριστο να ανεβαίνουμε τις φωτεινές και παγωμένες νύχτες την παλιά ξύλινη σκάλα που έτριζε κάτω απο τα πόδια μας και μας έβγαζε πάνω στην ταράτσα και εκεί, υπό το ωραίο σεληνόφως, το μαχιταμπντά, και αφού πρώτα βεβαιωνόμαστε ότι όλοι στη γειτονιά κοιμούνταν, να εκτελούμε το κουρμπάν πετώντας ένα ένα τα καταδικασμένα πασουμάκια στον αέρα.
Θα πέσει στο νερό, το παπούτς, ή μέσα στο βούρκο, ή πάνω στο κεφάλι κάποιου γάτου που έχει βγει για παγανιά;
Ο θόρυβος της πτώσης μες στη βαθιά σιγαλιά μας έλεγε ποιός είχε μαντέψει σωστά και κέρδιζε το στοίχημα.
Ήταν ωραία να είμαστε εκεί ψηλά, μόνοι στο σπίτι μας, μακριά απο τους ανθρώπους, ήσυχοι, χοροπηδώντας πολλές φορές πάνω σ' ένα παχύ στρώμα χιονιού, και έχοντας όλη την παλιά κι αποκοιμισμένη Σταμπούλ στα πόδια μας. Στερούμαστε τη χαρά να απολαύσουμε μαζί το φως της ημέρας, αυτή τη χαρά που έχουν τόσοι και τόσοι άλλοι, που περπατούν πιασμένοι αγκαζέ κάτω απο το φως του ήλιου, χωρίς να εκτιμούν την ευτυχία τους. Ο δικός μας χώρος περιπάτου βρισκόταν εκεί πάνω΄ εκεί πηγαίναμε να αναπνεύσουμε τον καθαρό και τσουχτερό αέρα τις όμορφες χειμωνιάτικες νύχτες, παρέα με το φεγγάρι, σύντροφο διακριτικό, που άλλοτε χαμήλωνε αργά προς τη δύση, πάνω απο τις χώρες των απίστων και άλλοτε υψωνόταν κατακόκκινο στα ανατολικά, διαγράφοντας τη μακρινή σιλουέτα του Σκούταρι και του Πέρα.


------------------------------------------------------------------------------------------------

PIERRE LOTI (1850-1923)

ΑΖΙΓΙΑΝΤΕ, μετάφραση Έφη Κορομηλά, εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ 2005

mardi 15 mai 2007

PAVAΝΑ ΙMPURA




ANTONIO GAMONEDA

PAVANA IMPURA

1.
Tu cabello en sus manos; arde en las manos del vigilante de la nieve.
Son las cebadas, la siesta de las serpientes y tu cabello en el pasado.
Abre tus ojos para que yo vea las cebadas blancas: tu cabeza en las manos del vigilante de la nieve.

2.
Todos los árboles se han puesto a gemir dentro de mi espíritual recordar tus bragas en la oscuridad, la luz debajo de tu piel, tus pétalos vivientes.
Atravesando los aniversarios, a veces viajan las palomas ebrias.
Venga desnuda tu misericordia, ah paloma mortal, hija del campo.

3.
El mirlo en la incandescencia de tus labios se extingue.
Yo siento en ti grandes heridas y te desnudas en mis fuentes.
Se extingue el mirlo en las alcobas blancas donde soy ciego, donde, algunas veces, suenan en ti grandes campanas.

4.
Busco tu piel inconfesable, tu piel ungida por la tristeza de las serpientes; distingo tus asuntos invisibles, el rastro frío del corazón.Hubiera visto tu cinta ensangrentada, tu llanto entre cristales y no tu llaga amarilla, pero mi sueño vive debajo de tus párpados.

5.
La inexistencia es hueca como las máscaras y su visión es lívida, pero tú oyes el grito de las madres del agua y acaricias los ojos que vieron la inexistencia.

6.
Nuestros cuerpos se comprenden cada vez más tristemente,pero yo amo esta púrpura desolada.
Ah la flor negra de los dormitorios, ah las pastillas del amanecer.

7.
Entra otra vez en las alcobas blancas.
Grandes son las jarras de la tristeza en las manos mortales.
Entra otra vez en las alcobas blancas.

8.
Amor que duras en mis labios: Hay una miel sin esperanza bajo las hélices y las sombras de las grandes mujeres y en la agonía del verano baja como mercurio hasta la llaga azul del corazón.Amor que duras: llora entre mis piernas,come la miel sin esperanza.

9.
Ha venido tu lengua; está en mi boca
como una fruta en la melancolía.
Ten piedad en mi boca: liba, lame,
amor mío, la sombra.

10.
Llegan los animales del silencio, pero debajo de tu piel arde la amapola amarilla, la flor del mar ante los muros calcinados por el viento y el llanto.
Es la impureza y la piedad, el alimento de los cuerpos abandonados por la esperanza.

11.
He envejecido dentro de tus ojos; eras la dulzura y el exterminio y yo amé tu cuerpo en sus frutos nocturnos.
Tu inocencia es como un cuchillo delante de mi rostro,
pero tú pesas en mi corazón y, como una miel oscura, yo te siento en mis labios al ir hacia la muerte.

12.
Eres como la flor de los agonizantes
que es invisible mas su aroma entra
en la sombra nasal y es la delicia,
todo en la vida, durante algún tiempo.

13.
En la humedad me amas
y eres azul en tus pezones. Hablas
suavemente en mis labios y regresas
a tu prisión en la melancolía.

14.
Tu cabello encanece entre mis manos y, como aguas silenciosas,nos abandonan los recuerdos. siento la frialdad de la existencia pero tu olor se extiende en las habitaciones y tu lascivia vive en mi corazón y entra mi pensamiento en tus heridas.

15.
Existe el mar en las ciudades blancas,
coágulos en el aire dulcemente sangriento,
sábanas en la serenidad.
Existen los perfumes inguinales, lenguas en las heridas femeninas
y el corazón está cansado.
Entra con tus campanas en mi casa, pastora ciega, sin embargo,
como si no tuviera la dulzura su fin aún en las ciudades blancas.


ANTONIO GAMONEDA

dimanche 13 mai 2007

ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ



ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΠΑΝΟΥ


ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ


Ένας νεαρός λέκτορας φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Μελβούρνης αποφασίζει να πετάξει με ένα ανεμόπτερο για να διαπιστώσει ιδίοις σώμασιν αν μία υψηλή φιλοσοφική σκέψη μπορεί να γίνεται αντιληπτή, και πώς, απο το υλικό σώμα. Ο καιρός είναι κατάλληλος, ο άνεμος βοηθάει, υπάρχει καθαρότητα στην ατμόσφαιρα και ο λέκτορας κατηφορίζει τον υψηλό λόφο τρέχοντας προς την απότομη όχθη με το κίτρινο ανεμόπτερο σαν προϊστορικό έντομο. Και επιτέλους πετάει στον καθαρό ουρανό πάνω απο το τεράστιο δημόσιο πάρκο της πόλης. Αποφασίζει τότε να δοκιμάσει έναν περίπλοκο φιλοσοφικό συλλογισμό, ώστε, σαν πειραματόζωο, να ζήσει στο σώμα του τους κραδασμούς της υψιπετούς του σκέψης. Τότε είναι που λίγο υψηλότερά του βλέπει τον φιλόσοφο Αριστοτέλη να συζητά σε έντονο ύφος με τον Πλάτωνα, τόσο καθαρά που αποφασίζει να τους παρακαλέσει να τον δεχθούν για λίγο. Κινεί με ελαφριά δύναμη τα μεγάλα φτερά του μηχανήματος και ανηφορίζει προς τους δύο άνδρες, όταν, έκπληκτος, ανακαλύπτει ότι ο Αριστοτέλης του γνέφει με καλοσύνη να πάει προς αυτόν. Αλλά το ζεύγος των φιλοσόφων απομακρύνεται προς τα πάνω υποχρεώνοντας τον λέκτορα να ανηφορίσει κι άλλο. Κινούμενος με μεγαλύτερο πείσμα, εισχωρεί αιφνιδίως σε ένα ψυχρότατο στρώμα αέρος, χάνεται στο παγωμένο νέφος, απολλύει την ισορροπία του και βυθίζεται έκπληκτος στην κεντρική πλατεία, επάνω στο άγαλμα του εξερευνητού Άμουδσεν τελειώνοντας το ταξίδι προς τη φιλοσοφία και τη ζωή αποτόμως. Εάν εκείνη τη στιγμή κανείς μπορούσε να διακρίνει ανάμεσα στα νέφη θα έβλεπε τους δύο πατέρες της φιλοσοφίας γελώντας να ατενίζουν προς τα κάτω ενώ συγχρόνως έναν υπέργηρο Ασιάτη ταοϊστή να σημειώνει σε μαυροπίνακα ένα σημάδι υπέρ του Αριστοτέλους, δηλώνοντας ότι επαξίως εκέρδισε το σημερινό στοίχημα.


ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΠΑΝΟΥ
Απο το ΑΙΦΝΙΔΙΩΣ... ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, εκδ. ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ,2000



samedi 12 mai 2007

LADY DAY


FRANK O' HARA

THE DAY LADY DIED

It is 12:20 in New York a Friday
three days after Bastille day, yes
it is 1959 and I go get a shoeshine
because I will get off the 4:19 in Easthampton
at 7:15 and then go straight to dinner
and I don't know the people who will feed me

I walk up the muggy street beginning to sun
and have a hamburger and a malted and buy
an ugly NEW WORLD WRITING to see what the poets
in Ghana are doing these days
I go on to the bank
and Miss Stillwagon (first name Linda I once heard)
doesn't even look up my balance for once in her life
and in the GOLDEN GRIFFIN I get a little Verlaine
for Patsy with drawings by Bonnard although I do
think of Hesiod, trans. Richmond Lattimore or
Brendan Behan's new play or Le Balcon or Les Nègres
of Genet, but I don't, I stick with Verlaine
after practically going to sleep with quandariness

and for Mike I just stroll into the PARK LANE
Liquor Store and ask for a bottle of Strega and
then I go back where I came from to 6th Avenue
and the tobacconist in the Ziegfeld Theatre and
casually ask for a carton of Gauloises and a carton
of Picayunes, and a NEW YORK POST with her face on it

and I am sweating a lot by now and thinking of
leaning on the john door in the 5 SPOT
while she whispered a song along the keyboard
to Mal Waldron and everyone and I stopped breathing

FRANK O' HARA (1926-1966)



LA FILLE A PAPA


CATHERINE POZZI

POZZI

Est-ce Michel Psellos ou Ficinus Marsile?
Melanchton, Althusius, peut-être Machiavel?
Un blanc Bhodisattvâ du bleu Coromandel?
Vient-il de Saïs rose ou de l'Euxin stérile?

En lui battent les coeurs réunis du futile
Présent, du grave hier, de Demaine plein de sel-,
Car il sait consommer l'union difficile
Du rêve et l'action, ce contraste éternel.

Mais derrière ce front si haut, pâle et bombé,
Quelle ultima ratio, quel νους, quelle psukhè,
Ironique ou croyante, indéchiffrable à lire?

Quel très lointain jadis à jamais regretté?
Quels siècles de splendeur? quels verbes de clarté
Sous le bandeau secret et clos de son sourire?...

CATHERINE POZZI (1882-1934)

vendredi 11 mai 2007

ΚΟΚΚΑΛΟ ΠΡΟΣ ΚΟΚΚΑΛΟ


VASCO POPA


ΚΟΚΚΑΛΟ ΠΡΟΣ ΚΟΚΚΑΛΟ


1. ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Τώρα έχουμε άπλα
Απο το κρέας ξανασάναμε

Και τώρα τί τώρα
Έλα πες κάτι

Θέλεις να γίνεις μήπως
Στήλη της αστραπής σπονδυλική

Πες κάτι ακόμα

Τί να σου πω
Πύελος της θύελλας

Πες άλλο κάτι

Άλλο δεν ξέρω τίποτα
Των ουρανών πα'ι'δάκι

Κόκκαλα κανενός δεν είμαστε
Πες κάτι τρίτο


2. ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

Και τώρα τί κάνουνε

Αλήθεια τί
Τώρα θα δειπνήσουμε μεδούλι

Μεδούλι φάγαμε για μεσημεριανό
Τώρα το κοίλωμά μου γουργουρίζει

Τότε θα παίξουμε τα όργανα
Τις μουσικές τις αγαπάμε εμείς

Αν τα σκυλιά πλακώσουν τί θα κάνουμε
Κείνα αγαπάν τα κόκκαλα

Τότε θα τους σταθούμε στο λαιμό
Και θα το γλεντήσουμε


3. ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

Τι θαύμα να λιάζεσαι γυμνό
Εγώ ποτέ δεν χώνευα το κρέας

Τα ράκη εκείνα ούτε μένα δεν με πλάνεψαν
Με τρελαίνεις έτσι γυμνό

Μη στέργεις του ήλιου χάδια
Ν' αγαπηθούμε εμείς τα δυό καλύτερα

Μονάχα όχι εδώ μονάχα όχι στον ήλιο
Εδώ τα πάντα φαίνονται γλυκό μου κοκκαλούδι


4. ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΗ ΓΗ

Ποντίκι σκότους σάρκας μυς
Το ίδιο βάσανο

Δηλαδή τί κάνουμε τώρα

Θα συγκαλέσουμε όλων των καιρών τα κόκκαλα
Θα σκαρφαλώσουμε στον ήλιο

Και τότε τί

Τότε έτσι σκέτα θα μεγαλώσουμε
Όσο αγαπάμε θα μεγαλώνουμε

Και μετά

Τίποτα θα γυρνάμε εδώ κι εκεί
Θά' μαστε αιώνια όντα απο κόκκαλο

Στάσου λίγο να χασμουρηθεί η γη


5. ΣΤΟ ΣΕΛΗΝΟΦΩΣ

Αυτό πάλι τί είναι
Λες κι ένα κρέας σαν χιόνι κρέας
Επάνω μου στρώνει

Τί τρέχει δεν ξέρω
Κι εγώ λες και κυλάει μέσα μου
Ένα κρύο μεδούλι

Κι εγώ δεν ξέρω
Σάμπως το παν να ξαναρχίζει
Με μιά φριχτότερην αρχή

Δε μου λες
Μήπως ξέρεις να γαβγίζεις


6. ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

Και τώρα πού πάμε

Πού να πάμε πουθενά
Πού αλλού μπορούν δυό κόκκαλα

Κι εκεί τί θα κάνουμε

Εκεί πάει τώρα καιρός
Εκεί με αποθυμιά μας περιμένουν
Ο κανείς κι η σύζυγος του τίποτα

Να μας κάνουν τί

Γέρασαν δίχως κόκκαλα
Σαν κόρες θα μας έχουν


7. ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Κόκκαλο εγώ κόκκαλο εσύ
Τι με κατάπιες
Άφαντο έγινα

Τί σ' έπιασε
Εσύ με κατάπιες
Κι εγώ δεν βλέπω τον εαυτό μου

Πού νά' μαι τώρα

Άγνωστο πια τώρα
Ποιός είναι πού ή ποιός είναι ποιός
Τα πάντα σκόνη εφιάλτης

Μ' ακούς

Ακούω και σένα και μένα
Ελλέβορος μέσα μας λαλεί

(1956)


VASCO POPA (1922-1991)

Μετάφραση ΕΛΛΗ ΣΚΟΠΕΤΕΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Κέδρος, 1979



Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΜΙΣΩ


HENRI MICHAUX

LA SIMPLICITE

Ce qui a manqué surtout à ma vie jusqu' à présent, c' est la simplicité. Je commence à changer petit à petit.

Par exemple, maintenant, je sors toujours avec mon lit, et quand une femme me plaît, je la prends et couche avec aussitôt.

Si ses oreilles sont laids et grands ou son nez, je les lui enlève avec ses vêtements et les mets sous le lit, qu' elle retrouve en partant; je ne garde que ce qui me plaît.

Si ses dessous gagneraient à être changés, je les changes aussitôt. Ce sera mon cadeau. Si cependant je vois une autre femme plus plaisante qui passe, je m' excuse auprès de la première et la fais disparaître immédiatement.

Des personnes qui me connaissent prétendent que je ne suis pas capable de faire ce que je dis là, que je n' ai pas assez de tempérament. Je le croyais aussi, mais cela venait de ce que je ne faisais pas tout comme il me plaisait.

Maintenant j' ai toujours de bonnes aprés-midi. (Le matin, je travaille.)

____________________________________

Η ΑΠΛΟΤΗΤΑ

Ό,τι κυρίως έλειπε απ' τη ζωή μου μέχρι τώρα, ήταν η απλότητα. Σιγά σιγά αρχίζω να αλλάζω.

Τώρα, για παράδειγμα, βγαίνω πάντοτε έξω με το κρεβάτι μου, κι όταν μ' αρέσει μιά γυναίκα, την παίρνω και πλαγιάζω μαζί της πάραυτα.

Αν τα αυτιά της, ή η μύτη της, είναι μεγάλα κι άσχημα, της τα βγάζω μαζί με τα ρούχα της και τα βάζω κάτω απ' το κρεβάτι, ώστε να τα ξαναπάρει φεύγοντας. Κρατώ μόνο ό,τι μ' αρέσει.

Όταν κρίνω ότι άλλα εσώρουχα θα της πήγαιναν καλύτερα, της τα αλλάζω αμέσως. Αυτό είναι και το δώρο μου. 'Αμα δω όμως να περνά κάποια άλλη ομορφότερη, ζητώ συγγνώμη απο την πρώτη και τη διώχνω στη στιγμή.

Γνωστά μου πρόσωπα ισχυρίζονται ότι δεν είμαι ικανός να κάνω αυτά που λέω εδώ, δεν ταιριάζουν, λέει, στην ιδιοσυγκρασία μου. Έτσι νόμιζα κι εγώ, αλλά φταίει που μέχρι τώρα δεν έκανα το καθετί κατά το κέφι μου.

Τώρα, το απόγευμα περνάω πάντα μιά χαρά. (Το πρωί, δουλεύω.)



HENRI MICHAUX (1899-1984)

Μετέφρασε ο LOCUS SOLUS



jeudi 10 mai 2007

ΑΡΜΠΟΥΖΙ ΤΟ ΑΡΜΠΟΥΖΙ...



ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΔΟΥΓΙΑΣ
ΜΥΣΤΙΚΟΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

δια χειρός ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΧΙΝΑ

ΘΡΑΠΑ

Ο Γαβουνές, ο Μαμουνές, ο Παστροκωλαράκης,
Ο λαγναρμένιος Μπιθουλιάν και οι δυό σιαμαίοι Βούζοι,
Ολόκληρα μερόνυχτα συνέχεια θραπακιάζαν:
Μεσ' στο βουρκί του μαγαζιού του Μπιθουλιάν χλιχλίβαν,
Τουμποκορδωμπαχλιάζονταν, λυσσοβουτοπαφτιάζαν,
Τρεμουλοπεφτοθρίαζαν, ιαχογαυλιούσαν,
Εναλλασσοπθακίζονταν κι' αλληλοσφιχτομπλάφαν,
Κάναν ο ένας τ' αλλονού λαχτάρ-καπουλοφρίξεις,
Κοιλιοδοντοτσικδισμούς και φτερνοσβερκοτρίγγια.
Ο Γαβουνές βαυλάκισε τον Παστροκωλαράκη.
Οι Βούζοι μακλατέψανε του Γαβουνέ τα οπίσθια,
Και ξαναβαυλακίσανε τον Παστροκωλαράκη,
Ο Μπιθουλιάν γλιβδίκωσε τρία αφτιά των Βούζων,
Κι ο Μαμουνές τζιτζίφτισε του Μπιθουλιάν τα ούλα.

Την πρώτη μέρα πλάνταξε ο Παστροκωλαράκης.
Κι ό,τι έμενε απ' τον Μπιθουλιάν τη δεύτερη εβυθίσθη
Και θάσπιφε μεσ' στο βουρκί, που πηχτογλοιογλούσε
Απ' τον κρεατοσίελο και την ιδρωμυελόρροια
Των θραπικών. Και το πρωί της τρίτης πιά ημέρας
Οι μεν ήταν του θανατά, κι οι Βούζοι ξεκολλήσαν.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΧΙΝΑΣ

ΠΕΡΙ ΥΠΕΡΛΕΞΙΣΜΟΥ, ΚΕΙΜΕΝΟΚΟΛΛΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ
Περ. ΠΑΛΙ, τ. 2-3 (1965)



ΦΕΛΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ


ΤΑΣΟΣ ΖΕΡΒΟΣ


Η ΓΕΝΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΣ ΤΩΝ ΦΕΛΛΩΝ

Ποιός είπε πως οι φελλοί δεν ωφελούν;

Ύλη ελαστική, οσμή ουδετέρα, αδιάβροχη
σ' όλες τις καταστάσεις,
κατάλληλη για επενδύσεις, για μονώσεις
και γι' αλιεία, σε θολά - κατ' εξοχήν - νερά...

Αρέσουν σ' όσους θέλουν να πατούν σε φελλοτάπητες
ή και σ' αυτούς που θέλουν
- για τη δική τους τη βαρύτητα -
ένα μέτρο να συμφέρει...

Ναι, τους αρέσουν... Γιατί έτσι που επιπλέουν στη σειρά,
όλοι φελλοί σε κάθε μέγεθος,
γαλήνη τους γεμίζουν κι ησυχία,
γιατί με λίγη πίεση,
είναι άριστοι οι φελλοί στη μόνωση
απο θερμότητα, υγρασία, ήχους και αλήθεια,
γιατί ποτέ τους δεν θ΄αφήσουν να φανούν
των κρατικών δεξαμενών οι πάτοι...

Έτσι εν τέλει οι φελλοί ωφελούν.
Παίρνουν κι αυτοί, στον τόπο αυτό,
βαρύτητα. Και μάλιστα φροντίζουν να τονίζουν
ότι κατάγονται απ' τη δρυ...

Γι' αυτό όση τρικυμία κι αν σηκωθεί
στον τόπο αυτό
δεν θα ξεράσει τους φελλούς στις άκρες...

Γιατί με τόσες θάλασσες,
τόσες ακτές απο αιώνες ειθισμένες
να εξοστρακίζουν τα πιό καλά μας κύματα,
υπόγεια ρεύματα κι ασήμαντοι θα υποκλέπτουνε τη νίκη
και τους φελλούς θα σώζουν πάλι μεσοπέλαγα...


ΤΑΣΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1956-1980

mardi 8 mai 2007

ARMEE DE SON VISAGE


JOYCE MANSOUR

LE CUIRASSE

Quand la guerre pleuvra sur la houle et sur les plages
J' irai à sa rencontre armée de mon visage
Coiffée d' un lourd sanglot
Je m' étendrai à plat ventre
Sur l' aile d' un bombardier
Et j' attendrai
Quand le ciment brûlera sur les trottoirs
Je suivrai l' itinéraire des bombes parmi les grimaces de la foule
Je me collerai aux décombres
Comme une touffe de poils sur un nu
Mon oeil escortera les contours allongés de la desolation
Des morts brasillants de soleil et de sang
Se tairont à mes côtés
Des infirmières gantées de peau
Pataugeront dans le doux liquide de la vie humaine
Et les moribonds flamberont
Comme des chateaux de paille
Les colonnades s' enliseront
Les astres bêleront
Même les pantalons de flanelle s' engloutiront
Dans l' espace géant de la peur
Et je ricanerai dents découvertes violette d' extase dithyrambique
Hystérique généreuse
Quand la guerre pleuvra sur la houle et sur les plages
J' irai à sa rencontre armée de mon visage
Coiffée d' un lourd sanglot

___________________

Ο ΘΩΡΑΚΑΣ

Όταν ο πόλεμος θα πέφτει βροχή πάνω στο κούφιο κύμα και στις παραλίες
Θα πάω να τον συναντήσω οπλισμένη με το πρόσωπό μου
Στολισμένη μ' ένα βαρύ λυγμό
Θα ξαπλώσω μπρούμυτα
Στο φτερό ενός βομβαρδιστικού
Και θα περιμένω
Όταν στα πεζοδρόμια επάνω θα κατακαίει το τσιμέντο
Την τροχιά θ' ακολουθήσω των οβίδων ανάμεσα στις γκριμάτσες του όχλου
Στα ερείπια θα κολλήσω
Σαν μιά τούφα τρίχες πάνω σε γυμνό
Το μάτι μου θα εποπτεύει τα απλωμένα σύνορα της θλίψης
Νεκροί φωσφορίζοντας απο ήλιο και αίμα
Θα σωπαίνουν στα πλευρά μου
Νοσοκόμες με γάντια απο δέρμα
Θα πλατσουλούν μες στον γλυκό χυμό της ανθρώπινης ζωής
Κ' οι ετοιμοθάνατοι θα λαμπαδιάζουν
Όπως πύργοι απο ψάθα
Οι κιονοστοιχίες θα βουλιάζουν
Τα άστρα θα βελάζουν
Ακόμα και τα φανελένια πανταλόνια θα καταβυθίζονται
Μες στη γιγάντια έκταση του φόβου
Και θα σαρκάζω με δόντια ξέσκεπα μελανιασμένη απο έκσταση διθυραμβική
Υστερική γενναία
Όταν ο πόλεμος θα πέφτει βροχή πάνω στο κούφιο κύμα και στις παραλίες
Θα πάω να τον συναντήσω οπλισμένη με το πρόσωπό μου
Στολισμένη μ' ένα βαρύ λυγμό


JOYCE MANSOUR (1928-1986) , απο το RAPACES, Seghers, 1960

Μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος, απο τα ΟΡΝΙΑ, εκδ. Κείμενα, 1987

LE JOUR COMMENCE


ANTOINE EMAZ

VIANDE

En haut de la rue, au coin, il y a une boucherie. Le mardi et le vendredi, un camion blanc, tôt le matin, et des hommes en blouse sales: ils portent des blocs de viande aussi grands qu' eux.

Presque personne ne les voit; mais cela a lieu.

//

De loin, du blanc penché sous quelque chose de brun avec des taches plus clairs dans la masse sombre, qui bouge.

Des bouts des bêtes.

Est-ce la couleur portée dans l' air froid, ou la courbe des dos sous les poids des carcasses, ou la rue terne avec ces ombres et le silence, ou même le camion arrêté, feux éteints, sur le trottoir plus sombre?

On ne voit pas ce qui insiste.

Pourtant, c' est dans le rouge.

//

De mémoire, rien ne filtre.

Alors?

Le jour commence avec cette viande livrée.

Voilà ce qu' on peut dire.


ANTOINE EMAZ
CAISSE CLAIRE (Poémes 1990-1997)


lundi 7 mai 2007

THE AGELESS AMBIGUITY OF THINGS





DEMETRIOS CAPETANAKIS

ABEL

My brother Cain, the wounded, liked to sit
Brushing my shoulder, by the staring water
Of life, or death, in cinemas half-lit
By scenes of peace that always turned to slaughter.

He liked to talk to me. His eager voice
Whispered the puzzle of his bleeding thirst,
Or prayed me not to make my final choise
Unless we had a chat about it first.

And then he chose the final pain for me.
I do not blame his nature: he' s my brother;
Nor what you call the times: our love was free,
Would be the same at any time; but rather

The ageless ambiguity of things
Which makes our life mean death, our love be hate.
My blood that streams across the bedroom sings:
''I' m my brother opening the gate!''


DEMETRIOS CAPETANAKIS (1912-1944)

from THE ISLES OF GREECE AND OTHER POEMS
DENISE HARVEY & COMPANY, 1981

dimanche 6 mai 2007

ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ


MAX AUB

ΠΕΝΤΕ ΦΟΝΟΙ


ΗΜΑΣΤΕ ΣΤΡΙΜΩΓΜΕΝΟΙ ΣΑΝ ΣΑΡΔΕΛΕΣ, κι αυτός βρομούσε - σαν γουρούνι. Όλα πάνω του βρωμούσαν, μα πιό πολύ τα πόδια του. Σας ορκίζομαι: ήταν αβάσταχτο. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο γιακάς του πουκαμίσου του ήταν μαύρος, κι ο σβέρκος του λιγδερός. Και με κοίταζε. Σκέτη αηδία! Αναγκάστηκα ν' αλλάξω θέση. Ε, αν θέλετε το πιστεύετε: ο τύπος με ακολούθησε! Έτσι θα πρέπει να ζέχνει ο διάολος΄ μου φάνηκε πως έβλεπα σκουλήκια να βγαίνουν απ' το στόμα του! Ίσως και να τον έσπρωξα λίγο πιο δυνατά. Φταίω εγώ, όμως, αν οι ρόδες του φορτηγού πέρασαν από πάνω του;

ΤΡΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΧΡΟΝΙΑ το ονειρευόμουν. Και τώρα, το φορούσα ! Ένα ανοιχτόχρωμο κοστουμάκι, όπως το λαχταρούσα πάντα. Είχα κάνει αιματηρές οικονομίες για να το πάρω, και τώρα ήταν δικό μου: με τα ρεβεράκια του της μόδας, με τσάκιση-λάμα, με στριφώματα που δεν ξεφτίζουν ... Κι αυτός ο κωλόγερος, ο σιχαμένος, το κουφάλογο, ίσως και χωρίς να το θέλει, άφησε να του πέσει το αποτσίγαρό του και μου τό' καψε: μιά τρύπα απαίσια, μαύρη, γύρω γύρω καφετιά. Τον σκότωσα μ' ένα πιρούνι. Άργησε πολύ να ξεψυχήσει.

ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΑ γιατί δεν έτρωγε΄ μηρύκαζε.

ΤΟΥ ΖΗΤΗΣΑ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ EXCELSIOR και μού'φερε την Popular. Του ζήτησα τσιγάρα Delicados και μού' φερε Chesterfield. Του ζήτησα μπίρα ξανθιά και μού' φερε μαύρη. Η μπίρα και το αίμα, ιδίως όταν βράζει, δεν πρέπει ν΄ανακατεύονται.

ΠΑΤΗΣΑ ΜΙΑ ΦΛΟΥΔΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΟΥ. Γλίστρησα κι έπεσα. Οι περαστικοί έβαλαν τα γέλια΄ ανάμεσά τους, κι εκείνη η πωλητριούλα που τη γούσταρα πολύ. Η πέτρα τη βρήκε στο δοξαπατρί, ακριβώς ανάμεσα στα μάτια: ήμουν πάντα καλός στο σημάδι. Ανάσκελα έπεσε, και φάνηκε ο ανθός της.



MAX AUB (1903-1972)

Απο το βιβλίο ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟΙ ΦΟΝΟΙ, εκδ. Άγρα, 2001
Μετέφρασε ο Αχιλλέας Κυριακίδης

Η ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ








L'amitié

Beaucoup de mes amis sont venus des nuages
Avec soleil et pluie comme simples bagages
Ils ont fait la saison des amitiés sincères
La plus belle saison des quatre de la terre

Ils ont cette douceur des plus beaux paysages
Et la fidélité des oiseaux de passage
Dans leur coeur est gravée une infinie tendresse
Mais parfois dans leurs yeux se glisse la tristesse

Alors, ils viennent se chauffer chez moi
Et toi aussi tu viendras

Tu pourras repartir au fin fond des nuages
Et de nouveau sourire à bien d'autres visages
Donner autour de toi un peu de ta tendresse
Lorsqu'un autre voudra te cacher sa tristesse

Comme l'on ne sait pas ce que la vie nous donne
Il se peut qu'à mon tour je ne sois plus personne
S'il me reste un ami qui vraiment me comprenne
J'oublierai à la fois mes larmes et mes peines

Alors, peut-être je viendrai chez toi
Chauffer mon coeur à ton bois


Στίχοι: JEAN-MAX RIVIERE
Μουσική: GERARD BOURGOIS
Τραγούδησε η FRANCOISE HARDY στα 1965

CANTADO ES SU VERDOR





LEOPOLDO MARECHAL



DE LA ADOLESCENTE



Entre mujeres alta ya, la niña
quiere llamarse Viento.
Y el mundo es una rama que se dobla
casi junto a sus manos,
y la niña quisiera
tener filos de viento.

Pero no es hora, y ríe
ya entre mujeres alta:
sus dedos no soltaron todavía
el nudo de la guerra
ni su palabra inauguró en las vivas
regiones de dolor, campos de gozo.
Su boca está cerrada
junto a las grandes aguas.

Y dicen los varones:
«Elogios impacientes la maduran:
cuando se llame Viento
nos tocará su mano
repleta de castigos.»

Y las mujeres dicen:
«Nadie quebró su risa:
maneras de rayar le enseñaron los días.»

La niña entre alabanzas amanece:
cantado es su verdor,
increíble su muerte.



ΤΗΣ ΕΦΗΒΗΣ

Κιόλας ψηλή μες στις γυναίκες, η κοπέλα
θέλει να τη φωνάζουν Άνεμο.
Κι ο κόσμος είν' ένα κλαδί που λυγίζει
σχεδόν δίπλα στα χέρια της,
κι η κοπελιά θα τό' θελε
νά' χε την κόψη ανέμου.

Δεν είν' ώρα ωστόσο και γελάει
κιόλας ψηλή μες στις γυναίκες:
τα δάχτυλά της δε λύσαν ακόμα
τον κόμπο του πολέμου
μήτε εγκαινίασε ο λόγος της στις ζωντανές
του πόνου περιοχές, κάμπους απόλαυσης.
Κλειστό κρατεί το στόμα
πλάι στα μεγάλα νερά.

Κι οι άντρες λεν: ''Την ωριμάζουν
ανυπόμονα εγκώμια:
Όταν την κράξουν Άνεμο,
θα μας αγγίξει το χέρι της
γεμάτο τιμωρίες''.

Και λένε κι οι γυναίκες:
''Κανείς δεν έσπασε το γέλιο της:
Τρόπους να ξεπροβάλλει της έχουν μάθει οι μέρες''.

Σε επαίνους μέσα η κοπελιά ανατέλλει:
Τραγούδι η πρασινάδα της
Ψέματα ο θάνατός της.


LEOPOLDO MARECHAL (1900-1970)
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου

samedi 5 mai 2007

GRAND JACQUES









JACQUES BREL

CES-GENS LA
D'abord il y a l'aîné
Lui qui est comme un melon
Lui qui a un gros nez
Lui qui sait plus son nom
Monsieur tellement qui boit
Ou tellement qu'il a bu
Qui fait rien de ses dix doigts
Mais lui qui n'en peut plus
Lui qui est complètement cuit
Et qui se prend pour le roi
Qui se saoule toutes les nuits
Avec du mauvais vin
Mais qu'on retrouve matin
Dans l'église qui roupille
Raide comme une saillie
Blanc comme un cierge de Pâques
Et puis qui balbutie
Et qui a l'œil qui divague
Faut vous dire Monsieur
Que chez ces gens-là
On ne pense pas Monsieur
On ne pense pas on prie

Et puis, il y a l'autre
Des carottes dans les cheveux
Qu'a jamais vu un peigne
Ou' est méchant comme une teigne
Même qu'il donnerait sa chemise
A des pauvres gens heureux
Qui a marié la Denise
Une fille de la ville
Enfin d'une autre ville
Et que c'est pas fini
Qui fait ses petites affaires
Avec son petit chapeau
Avec son petit manteau
Avec sa petite auto
Qu'aimerait bien avoir l'air
Mais qui n'a pas l'air du tout
Faut pas jouer les riches
Quand on n'a pas le sou
Faut vous dire Monsieur
Que chez ces gens-là
On ne vit pas Monsieur
On ne vit pas on triche

Et puis, il y a les autres
La mère qui ne dit rien
Ou bien n'importe quoi
Et du soir au matin
Sous sa belle gueule d'apôtre
Et dans son cadre en bois
Il y a la moustache du père
Qui est mort d'une glissade
Et qui recarde son troupeau
Bouffer la soupe froide
Et ça fait des grands flchss
Et ça fait des grands flchss
Et puis il y a la toute vieille
Qu'en finit pas de vibrer
Et qu'on attend qu'elle crève
Vu que c'est elle qu'a l'oseille
Et qu'on écoute même pas
Ce que ses pauvres mains racontent
Faut vous dire Monsieur
Que chez ces gens-là
On ne cause pas Monsieur
On ne cause pas on compte

Et puis et puis
Et puis il y a Frida
Qui est belle comme un soleil
Et qui m'aime pareil
Que moi j'aime Frida
Même qu'on se dit souvent
Qu'on aura une maison
Avec des tas de fenêtres
Avec presque pas de murs
Et qu'on vivra dedans
Et qu'il fera bon y être
Et que si c'est pas sûr
C'est quand même peut-être
Parce que les autres veulent pas
Parce que les autres veulent pas
Les autres ils disent comme ça
Qu'elle est trop belle pour moi
Que je suis tout juste bon
A égorger les chats
J'ai jamais tué de chats
Ou alors y a longtemps
Ou bien j'ai oublié
Ou ils sentaient pas bon
Enfin ils ne veulent pas
Parfois quand on se voit
Semblant que c'est pas exprès
Avec ses yeux mouillants
Elle dit qu'elle partira
Elle dit qu'elle me suivra
Alors pour un instant
Pour un instant seulement
Alors moi je la crois Monsieur
Pour un instant
Pour un instant seulement
Parce que chez ces gens-là
Monsieur on ne s'en va pas
On ne s'en va pas Monsieur
On ne s'en va pas
Mais il est tard Monsieur
Il faut que je rentre chez moi.


JACQUES BREL (1929-1978)


Ο ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ


Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΤΟΥ ΒΙΟΥ

Τα μικρά συμβάντα του βίου
Παρηγορούν τις άγριες από δίψα ψυχές

Απ΄ τα μικρά συμβάντα του βίου
Προσφέρονται το πρωί στα πτηνά σπόροι, σκουλήκια
Και άλλα βιολογικά περίεργα
Ενώ χάμω κείτονται
Λείψανα άλλων πτηνών στο βίο που τους έλειψε
Η καλοσύνη

Τα σκόρπια εδώ κι εκεί οστά
Η ελευθερία του βλέμματος εύκολα παρομοιάζει
Με σπάνιους αδαμάντινους συνδυασμούς ή άνθη πολύχρωμα
Που εκτοξεύουν την υφή τους την υγρή
Στα σύννεφα

Αυτά, τα μικρά συμβάντα του βίου, συνθέτουν
Αενάως συνθέτουν
Τον έκπαγλο της φύσεως προορισμό.

Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ, από τις ΟΥΣΙΕΣ (1959-1962)

O ΠΟΛΩΝΟΣ ΥΔΡΑΥΛΙΚΟΣ


STANISLAW JERZY LEC

ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί. Στου δήμιου όμως;

Μόνο οι νεκροί μπορούν να αναστηθούν. Οι ζωντανοί, κομμάτι δύσκολο.

Κατά την αναπαράσταση του φόνου, το πτώμα δεν αναγνώρισε το δολοφόνο του.

Απόψε τη νύχτα ονειρεύτηκα την πραγματικότητα. Τι ανακούφιση όταν ξύπνησα!

Αναγκαία προϋπόθεση της αθανασίας, ο θάνατος.

Όσο κακάο κι αν δώσεις σε μιά αγελάδα, ποτέ δεν θα μπορέσεις ν΄αρμέξεις σοκολάτα.

''Σας απειλώ μονάχα με το δάχτυλο'', είπε θέτοντάς το στη σκανδάλη.

''Πώς αντιδράς,'' με ρώτησε ένας φίλος, ''όταν ανακαλύπτεις μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, πάνω στο κρεβάτι σου, τον εραστή της γυναίκας σου με μιά άλλη γυναίκα;''

Ο κόσμος είναι όμορφος! Κι ακριβώς αυτό προκαλεί θλίψη.

Οι μεταγγίσεις αίματος γίνονται συχνά από τσέπη σε τσέπη.

Λυπητερή ιστορία με αισιόδοξη κατάληξη: ήταν τέσσερις, καθένας τους με την τελευταία του σανίδα σωτηρίας. Τις έβαλαν όλες μαζί κι έφτιαξαν ένα φέρετρο. Μετά το πούλησαν.

Ακόμα και στη σιωπή του ήταν ανορθόγραφος.

Μην αφηγείστε τα όνειρά σας. Γιατί αν οι φροϋδικοί πάρουν ποτέ την εξουσία...

Φανταστείτε ποινή ισόβιας κάθειρξης συνοδευόμενη απο τεχνητή επιμήκυνση της ζωής.

''Με ένα σταυρό φτιάχνεις δυό αγχόνες'', δήλωσε περιφρονητικά ο ειδικός.

Κάθε αιώνας έχει τον Μεσαίωνά του.


STANISLAW JERZY LEC (1909-1966)
Μετέφρασε ο Locus Solus

vendredi 4 mai 2007

WHEN MAN ENTERS WOMAN




ANNE SEXTON

(1928-1974)

WHEN MAN ENTERS WOMAN

When man,
enters woman,
like the surf biting the shore,
again and again,
and the woman opens her mouth with pleasure
and her teeth gleam
like the alphabet,
Logos appears milking a star,
and the man
inside of woman
ties a knot
so that they will
never again be separate
and the woman
climbs into a flower
and swallows its stem
and Logos appears
and unleashes their rivers.

This man,
this woman
with their double hunger,
have tried to reach through
the curtain of God
and briefly they have,
though God
in His perversity
unties the knot.




Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, 2eme partie




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ !

Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, 1ere partie


JORGE LUIS BORGES

ARGUMENTUM ORNITHOLOGICUM


Κλείνω τα μάτια και βλέπω ένα σμήνος πουλιά. Το όραμα διαρκεί ένα δευτερόλεπτο, ίσως και λιγότερο΄ δεν ξέρω πόσα πουλιά είδα. Ο αριθμός τους ήταν ορισμένος ή όχι; Το πρόβλημα περικλείει και αυτό της ύπαρξης ή μη του Θεού. Αν υπάρχει Θεός, ο αριθμός είναι ορισμένος, γιατί ο Θεός ξέρει πόσα πουλιά είδα. Αν δεν υπάρχει Θεός, ο αριθμός δεν είναι ορισμένος, γιατί κανείς δεν μπόρεσε να τα μετρήσει. Σ΄ αυτή την περίπτωση, είδα, ας πούμε, λιγότερα απο δέκα πουλιά και περισσότερα από ένα, αλλά δεν είδα εννέα, οκτώ, επτά, έξι, πέντε, τέσσερα, τρία ή δύο πουλιά. Είδα έναν αριθμό ανάμεσα στο δέκα και στο ένα, που δεν είναι ούτε εννέα, ούτε οκτώ, ούτε επτά, ούτε έξι, ούτε πέντε κ.ο.κ. Αυτός ο ακέραιος αριθμός είναι αδιανόητος΄ άρα, υπάρχει Θεός.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες,
ΑΠΑΝΤΑ ΠΕΖΑ, Ελληνικά Γράμματα, 2005
Μετέφρασε ο Αχιλλέας Κυριακίδης

NICOLAS LE GRAND


ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ




ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ

Στη σκεπαστήν αυλή, όπου σεργιανάει
τ΄ αρθριτικά του ο Μέγας Αδωνάι,
οι τρεις Αρχάγγελοι με τα μονύελα
ψάχνανε τον επιτελικό Χάρτη
μπας κι έβρουν περιθώριο για κραιπάλη.
Κι είπε ο Γιαχβέ, κουνώντας το κεφάλι:
''Μανάρια μου, εδώ προμηνύεται θύελλα,
και μου ετοιμάζεστε για γκάρντεν-πάρτι!;''


Απο το IN MODO MISTO GENUINO(Ποιήματα 1964-2005),ΥΨΙΛΟΝ,2005

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ


ALEJANDRA PIZARNIK

A LA ESPERA DE LA OSCURIDAD

Ese instante que no se olvida
Tan vacío devuelto por las sombras
Tan vacío rechazado por los relojes
Ese pobre instante adoptado por mi ternura
Desnudo desnudo de sangre de alas
Sin ojos para recordar angustias de antaño
Sin labios para recoger el zumo de las violencias
perdidas en el canto de los helados campanarios.

Ampáralo niña ciega de alma
Ponle tus cabellos escarchados por el fuego
Abrázalo pequeña estatua de terror.
Señálale el mundo convulsionado a tus pies
A tus pies donde mueren las golondrinas
Tiritantes de pavor frente al futuro
Dile que los suspiros del mar
Humedecen las únicas palabras
Por las que vale vivir.

Pero ese instante sudoroso de nada
Acurrucado en la cueva del destino
Sin manos para decir nunca
Sin manos para regalar mariposas
A los niños muertos


ALEJANDRA PIZARNIK (1936-1972)

Στις 30 Οκτωβρίου 1962, αφού παρέθεσε στο ημερολόγιο της ένα χωρίο απο τον ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ ( ''Όμως ό,τι ευχαρίστησε περισσότερο απ΄ όλα τον Δον Κιχώτη ήταν η θαυμαστή σιωπή που βασίλευε σε ολόκληρο το σπίτι...'' ), η A. P. έγραψε αμέσως μετά : '' Να μην ξεχάσω να αυτοκτονήσω. '' Στις 25 Σεπτεμβρίου 1972 το θυμήθηκε.


jeudi 3 mai 2007

A GAUCHE !


BENJAMIN PÉRET

ΓΥΡΙΣΤΕ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Ενώ ο επικρεμάμενος πάνω απ΄τη θάλασσα βράχος
θαύμαζε την αντρίκια του αξιοπρέπεια
και συλλογιζόταν
πόσο εύκολο θα του ήταν να συντρίψει μερικές ντουζίνες καβούρια
ψωμί για σφράγισμα
σφράγιζε
μολυβούσε
έτσι που θα ζήλευε μιά μπανιέρα
που δεν έχει τίποτε να περιμένει απ΄τον εχθρό της τον θερμοσίφωνα
με ελάχιστο κόπο φαντάζεται
πώς έγινε καταρράκτης
και συλλογίζεται πως αν τα δέντρα χάνουν τα φύλλα τους
εύκολα θα μπορούσε αυτός να πεθάνει από δίψα
και τα ιπτάμενα μανιτάρια
που περιγράφουν τόσο τέλειες παραβολές
απάνω στις τελίτσες των τυφλοπόντικων
διερωτάται αν θα τελειώσει γλήγορα αυτή η περιπέτεια
αν θα εμποδίσουν τα λαχανόφυλλα να κοιμηθούν στο τηγάνι
μιά κι εξανίστανται οι πατάτες
εντούτοις τόσο φιλήσυχες
τόσο άκακες
που ζουλίζονται όταν τις αφήνουν να πέφτουν απάνω σε κρανίο
φαλακρό ή μη
μα πάντως επιρρεπές στο να γίνει γιαπωνέζικο μπιλιάρδο.


BENJAMIN PÉRET (1899-1959)
Μετάφραση: ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΑΜΑΡΗΣ,
Υπερεαλισμός, Γκοβόστης, 1938

mardi 1 mai 2007

ΜΑΗΣ

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ, I

Εποχή που τραγουδούν ερημόχαρη βλάστηση
τα χρόνοποδα
κι ο Εγώ σαββατιάζει μ’ αεράκι σε ναυάγιο
αναπνευστικού συστήματος
εννοώντας ευγλωττία την πρόταση: αρχή
και τέλος η αργή Μονάδα ο κόσμαρχος.
Εγώ ειμί και είμαι σθεναρά μείζων απεγνωσμένος
και μέλας
ο γνωστός λουλουδόμυαλος με όσφρηση συλλαβιστή
στα έργα τέχνης η ισορροπία
μορφή ταπείνωσης.
Εποχή που μελωδούν ευωδιές αιθερόχαρες άρτι
κι αποχαλίνωση
σκυμνοτρόφος η νύχτα: λευκάζουσα βαρόνη
και κείνο κει
το παλιοφέγγαρο
σαν τη σφαίρα του rugby.


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ