ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ
Ανέκαθεν ήμουν περίεργος΄ και δύσπιστος. Μιά μέρα, εκεί που περιδιάβαζα το στήθος σου ανέμελα σφυρίζοντας στη ρεματιά, ανάμεσα απο ισκιερά πλατάνια, βατόμουρα, κρανιές και διάφανα ρυάκια, βλέπω μιάν άσπρη πλάκα τετράγωνη, ωσάν ταφόπετρα ή θύρα μυστικής καταπακτής. Τί είναι πάλι αυτό; ρώτησα τότε, και σε κοίταξα εντατικά στα μάτια, σάμπως για να συλλάβω εκεί άδολη την απάντησή σου, προτού προλάβει η λογική και με τις αλχημείες της την αλλοιώσει. Μου χαμογέλασες αχνά και, μία μία τονίζοντας τις λέξεις, εδώ είναι το υπόγειό μου, είπες, η σκοτεινή μου κρύπτη, η υγρή σπηλιά. Τις νύχτες, σηκώνω κρυφά την πέτρα, τρυπώνω στα σκοτεινά, και λίγο λίγο προσπαθώ, ψηλαφώντας τους τοίχους, να συλλάβω το σχήμα και το μέγεθός της. Απόκρημνο μέρος, όλο βράχια μυτερά, σταλαχτίτες και σταλαγμίτες, και στην καρδιά του σκοταδιού - είναι λίγος καιρός που τ' ανακάλυψα κι εγώ - με μάτια που τρυπάνε την καρδιά του σκοταδιού, ασάλευτο, ημερωμένο το θηρίο.
Θέλω να μπώ κι εγώ, θέλω να ιδώ, κραύγασα τότε, και στην πέτρα ορμώντας σαν τρελός, παρά τις επανειλημμένες, εντωμεταξύ, προειδοποιήσεις σου, ότι το εγχείρημα είναι φοβερά επικίνδυνο, τα μονοπάτια μέσα γλιστερά κι οι βράχοι όλο παγίδες, την ανασήκωσα με κόπο, μπήκα μέσα, προχώρησα ψηλαφώντας - πόσο, δεν ξέρω να πω - , και ιδού 'μαι τώρα, πάντα περίεργος δυστυχώς και δύσπιστος, με φαγωμένες απο το θηρίο, προτού προλάβει και με καταπιεί ολόκληρον, τις σάρκες απ' το στήθος και το πρόσωπό μου.
ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ (1937-1994)
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ(1956-1993), εκδ. Καπάνι, 2007