jeudi 31 janvier 2008

THE MEANING OF LIFE


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΩΤΗΡΕΛΛΟΣ

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Έκαναν τον Ιγνάθιο μάρτυρα. Τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο χωρίς τροφή και νερό και του ζητούσαν να τους αποκαλύψει το νόημα της ζωής. Μετά τον έσυραν εξαντλημένο μπροστά στους καλοντυμένους κυρίους της επιτροπής που τον ρώτησαν αυστηρά: "Λοιπόν;" Όταν δεν απάντησε τον κατέβασαν στο υπόγειο και τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Τον ρωτούσαν για τους αναχωρητές και τους στυλίτες που χάνονταν στην έρημο της Συρίας αναζητώντας τη φώτιση. Τους σοφούς των Ιμαλαϊων που λέγεται ότι σταμάτησαν τον κύκλο της αέναης μετεμψύχωσης. Τους δάσκαλους του Ζεν που ένα και ένα δεν κάνει ποτέ δύο. Το Γκόλεμ της Πράγας που τα χειμωνιάτικα βράδια αναδύεται απο τα παγωμένα νερά του Μολδάβα και περιφέρεται στα έρημα στενά της Μάλα Στράνα. Την άγρια σκέψη που εξολόθρευσαν οι χρυσοθήρες του Αμαζόνιου. Το άγιο χασισάκι. Τον αιμοβόρο λήσταρχο Αντόνιο ντας Μόρτες που η ίδια του η μάνα τον καταράστηκε. Τη μελαγχολία του Παρισιού. Τον Έλληνα ταξιδιώτη που γνώρισε την Καταλίν στο τρένο για τη Βουδαπέστη. Τους εραστές της όπερας. Συνέχισαν να τον ανακρίνουν ακατάπαυστα. Τον ρώτησαν για τον Φάουστ που τα έκανε πλακάκια με το διάβολο. Τη λαίδη Μακμπέτ που όποιος ζητάει τα πολλά χάνει και τα λίγα. Το ηλιοβασίλεμα στην Αμοργό. Τους Ρότσιλντ που διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αναζητώντας χρήμα και δύναμη. Το ήταν στραβό το κλήμα, το έφαγε και ο γάιδαρος. Τον χρηματιστή της Νέας Υόρκης που πήδηξε στο κενό τη Μαύρη Δευτέρα του '87. Την Ιζαμπέλ Έμπερχαρντ, τί κορίτσι κι αυτό! Το μύθο του Σίσυφου. Τους Άγγλους εργάτες που μεθάνε με μπύρες τα βράδια του Σαββάτου. Το αραπίνες, μαύρες, ερωτιάρες. Το rien ne va plus. Τους φιλόσοφους που έγραψαν τόμους ολόκληρους για να κάνουν τα εύκολα δύσκολα. Τον Σίγκμουντ Φρόιντ πατέρα της ψυχανάλυσης. Τον Τζέιμς Ντιν που είχε το μυαλό του πάνω απο το κεφάλι του. Το Σύρο-Πάρο-Νάξο-Κατάπολα-Αιγιάλη. Τον Δον Κιχώτη που άλλα έβλεπε και άλλα καταλάβαινε. Το είναι μαύρος είναι νύχτα και δεν φαίνεται...

Λίγο πριν ξεψυχήσει ο Ιγνάθιο ακούστηκε να σιγοτραγουδάει:

Να 'μουν το Μάη γάιδαρος
Τον Αύγουστο κριάρι
Όλο το χρόνο υπουργός
Και γάτος το Γενάρη...



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΩΤΗΡΕΛΛΟΣ
Απο το βιβλίο Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, εκδ. Μελάνι 2006


lundi 28 janvier 2008

«ΠΩΣ ΣΕ ΛΕΝΕ;» «ΜΕΤΑ...»



JEAN COCTEAU

ΠΑΕΙ, ΤΗΝ ΕΧΑΣΑ !

Στο πανηγύρι στη γιορτή, στο πανηγύρι, εκεί τη βρήκα εκεί την έχασα. Γιορτή μεγάλη στο πανηγύρι, σκοποβολές, μπιλιάρδα αμερικάνικα, λουκουμάδες και κασόνια οι σαμπάνιες το κρασί. Παράγκες περίπτερα και ξύλινα άλογα, ένα γύρο γαϊτανάκια. Και δώσ’ του στριφογύριζαν τα αλογάκια στριγκλίζοντας, δώσ’ του τα μπιλιάρδα καραμπολίζανε, οι λουκουμάδες μοσχοβόλαγαν κι οι καραμπίνες ρίχνανε. Ρίχνω κι εγώ στην καραμπίνα. Ρίχνω καλά και το καυχιέμαι! Μισό λεπτό! Όχι, δεν έγινε έτσι. Δεν τη βρήκα στη σκοποβολή, στις βάφλες τη συνάντησα. Μοσχοβολούσαν οι βάφλες, κι αυτή έτρωγε με χωμένη τη μούρη, φύσηξε τη βάφλα και γέμισα ολόκληρος άσπρη άχνη. Γέλαγε εκείνη και της λέω, «Πώς σε λένε;», και μου φωνάζει γελώντας, «μετά...»

Μετά πήγαμε μαζί στη σκοποβολή αλλά κι εκεί την έχασα. Στη σκοποβολή χτύπησα όλα τα σημάδια, έσπασα όλα τα μπαλόνια και κάθε φορά φώναζε αυτή, «Μπράβο!!!» και όπως δεν έμεινε άλλο σημάδι, σημαδεύω και το αυγό του συντριβανιού φωνάζοντας, «πώς σε λένε;» Μου απαντάει, «μετά...» Ρίχνω, πάρ’ το κάτω το αυγό. Γυρνάω... είχε φύγει. Την είχα χάσει. Την είχα χάσει στο περίπτερο της σκοποβολής. Έτρεχα, έτρεχα σαν τρελός, σπρωχνόμουνα, με βρίζανε, μα την ξανάβρα ευτυχώς, στις μπουκάλες της σαμπάνιας. Αγοράζω κρίκους. Ένα σωρό κρίκους, τους πέταγα μαζί και της φώναζα, «πώς σε λένε;» Αυτή απαντούσε, «μετά... θα σ’ το πω μετά...» Ωπ! Πάμε μαζί στις κούνιες. Είναι αυτές οι τεράστιες κούνιες που ανεβαίνουν, ανεβαίνουν και ξανακατεβαίνουν. Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις... κατεβαίνεις και πεθαίνεις, χάνεσαι. Και την έχασα. Την ξανάχασα. Στις κούνιες κανείς! Το βράδυ έπεφτε, ανάβαν τα φώτα, οι σκιές χορεύανε και... την ξαναβρήκα! Ναι, την ξαναβρήκα στα ξύλινα άλογα. Μόλις ξεκίναγαν τα αλογάκια κι αυτή ανέβαινε. Ίσα που πρόλαβα να της φωνάξω, «Πες μου τ’ όνομά σου!» κι αυτή μου φώναξε, «Μετά θα σ’ το πω, θα σ’ το πω μετά...» Και παίρνει μπρος η ορχήστρα, η ορχήστρα οι άμαξες οι χρυσές οι λαμπίτσες τα λαμπιόνια και οι καθρέφτες. Μόνη πάνω σ’ ένα θηρίο της Αποκαλύψεως στροβιλιζόταν έως τον ουρανό και ξεστροβιλιζότανε ώς της Κόλασης τα Τάρταρα. Και σε κάθε βόλτα την έβλεπα μία πάνω ψηλά στο μπρούντζινο ον και μία κάτω και ξεκαρδιζότανε, ανεβοκατέβαινε και φώναζα εγώ, «Πες μου τ’ όνομά σου!» και μάντευα την απάντηση στα χείλη της.

Και την έχασα, να πώς την έχασα: Τη βρήκα στις βάφλες, την έχασα στη σκοποβολή. Την ξαναβρήκα στις σαμπάνιες, την έχασα στις κούνιες. Την ξαναβρήκα στο γύρο με τ΄άρματα τα χρυσα. Κι εκεί πάλι την έχασα.

Σε κάθε βόλτα την έβλεπα να γελά να ξεκαρδίζεται και να που τώρα οι άμαξες πάνε πιο αργά, σιγά σιγά, βραδαίνει ο γύρος. Η ορχήστρα σταματά, όλα σταματούν,εγώ πετιέμαι... το μπρούντζινο ον που μόλις πριν λίγο καβαλούσε, ήταν μπροστά μου. Αυτή όμως πουθενα! Πού είχε πάει; Την ξαναβρήκα μόνο για να τη χάσω... κι έτρεχα στο πανηγύρι, έτρεχα μες στη σκόνη και μέσα στις σκιές και φώναζα: «Μα πώς σε λένε;» Και δεν απαντούσε κανείς. Στο πανηγύρι την έχασα. Να μην πηγαίνετε στα πανηγύρια. Εκεί που κάποιον βρίσκεις, νά σου τον χάνεις. Εκεί που κάποιον συναντάς, νά που τον ψάχνεις. Διότι εγώ τώρα την ψάχνω! Της φωνάζω! Χεπ! Χεπ! Χεπ! Την ψάχνω! Την ψάχνω! Την ψάχνω! Την ψάχνω και δεν θα την ξαναβρώ ποτέ.



JEAN COCTEAU (1889-1963)
Μετάφραση Βίκος Ναχμίας
Απο το ΘΕΑΤΡΟ ΤΣΕΠΗΣ, εκδ. Άγρα, 2005

vendredi 25 janvier 2008

ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ



Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΘΥΡΕΣ

Κρούω και τούτη τη θύρα.
Ο σιωπηλός θυρωρός υποκλίνεται,
τραβώντας το μάνταλο πρόθυμος.
Και πίσω μου πάλιν ακούγεται
ο τελευταίος ασπασμός των θυρόφυλλων.

Κι' άλλη μιά θύρα, κι' ακόμα μιάν άλλη.
Το ίδιο ανοίγονται πρόθυμα,
το ίδιο στριγγλίζει το μετάλλινο φίλημα.

Πόσες θύρες νάχω τάχα περάσει
στον απέραντο τούτο διάδρομο;
Πόσα φράγματα εγκάρσια,
στην επάλληλη διαδοχή τους,
έκλεισαν πίσω μου;

Οι γυμνοί τοίχοι παράλληλοι τρίβουν
την παγωμένη τους ράχη
στης ανοιχτής μου παλάμης το ψάξιμο.

Κρυώνω. Και χτυπώ την επόμενη θύρα.
Κρυώνω. Και χτυπώ την επόμενη.

"Τω κρούοντι ανοιγήσεται".

Όμως δεν αρκεί
της θύρας μονάχα το χτύπημα.
Δεν αρκεί του σιωπηλού θυρωρού
η πρόθυμη υπόκλιση.



Γ . Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ (1903-1996)
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Κέδρος, 1978

mercredi 23 janvier 2008

ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ



LÉO FERRÉ

A VENDRE

Je vendrais de l' amour si l' amour est à vendre
Je vendrais des jardins si ça poussait chez moi
Je vendrais un pendu si je pouvais me pendre
Je vendrais la Folie si les fous se vendaient

Je vendrais du whisky comme un chagrin de grain
Je vendrais des caneaux aux télés assoiffées
Je vendrais votre lit Madame qui passait
Je vendrais mon chandail quand ma brebis tricote

Je vendrais le Pouvoir si je pouvais le vendre
Je vendrais mes chansons aux coqs à coqueluche
Je vendrais les chasseurs même au mois de septembre
Et je vendrais leurs chiens si mes chiens me le disent

Je vendrais l' Arabie pour douze sacs d' avoine
Je vendrais mon cheval s' il mangeait de l' essence
Si je vends mon enfer pour me chauffer l' hiver
J' écouterai le tien sur mon vieux pornographe

Je vendrais la marée à la mer sans courage
Je vendrais la boussole à toi qui perds le Nord
Je vendrais la pampa aux plantes carnivores
Et je vendrais le bruit au silence de mort

Je vendrais l' Amerique aux Indians de Nanterre
Je vendrais Robespierre à ceux de soixante-huit
Je vendrais soixante-huit aux communards mes frères
Je vendrais la Commune si cela se vendait

Je vendrais les patrons aux ciseaux de ma mère
Je vendrais du corton au dernier pour la route
Je vendrais l' essentiel au seuil de la mémoire
Je vendrais les douaniers aux frontières du doute

Je vendrais la justice aux anars de service
Je vendrais les ordures aux parfums de Madame
Je vendrais le sourire aux larmes qui se cherchent
Et je vendrais l' automne à celles qui se trouvent

Je vendrais des psychiatres à la géométrie
Je vendrais du psychique à la matière inerte
Je vendrais des rivières aux deltas de la nuit
Je vendrais de l' absinthe à l' espérance verte

Je vendrais les baleines aux corsets de naguère
Je vendrais les outrages aux hommes à genoux
Je vendrais les aurores aux aubes qui s' oublient
Et je vendrais des armes à la mélancolie

Je vendrais un instant au Temps du relatif
Je vendrais quelques volts aux galaxies éteintes
Je vendrais Nulle Part à des prohibitifs
Je vendrais la Raison à des prix hors d' atteinte

Il ne reste que moi qui ne suis pas à vendre
Alors tu es passée et je me suis donné
A toi
Pour rien



LÉO FERRÉ (1916-1993)
Απο το βιβλίο LA MAUVAISE GRAINE, Paris 1995



dimanche 20 janvier 2008

ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ


ΝΕΛΛΗ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Τί’ τανε νά’ σουν σε yali
στο Κιουτσουκσού στο Καντιλλί
πάνω απ’ το ρεύμα του Βοσπόρου
στα χρόνια του ιστιοφόρου

και ν’ ανεβάζανε δυό σκάλες
απ’ τις επίσημες τις σάλες
κι απ’ το ευρύ το σελαμλίκι
προς τον οντά που σου ανήκει

σε πουπουλένια μαξιλάρια
μες στου καημού σου τα σαλβάρια
να σε κοιμίζει στο ντιβάνι
ένα seconde empire ταβάνι

μες στ’ όνειρό σου να υποφώσκει
η σκιά που κρύβεται στο κιόσκι
κι οι μπλε και μαύροι μενεξέδες
ν’ ανθούν, στους χάσικους μπαξέδες ...


ΝΕΛΛΗ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Απο τη συλλογή ΝΟΟΠΑΙΓΝΙΑ, εκδ. Άγρα, 2005


vendredi 18 janvier 2008

ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ



GIUSEPPE UNGARETTI

LEVANTE

La linea
vaporosa muore
al lontano cerchio del cielo

Picchi di tacchi picchi di mani
e il clarino ghirigori striduli
e il mare è cenerino
trema dolce inquieto
come un piccione

A poppa emigranti soriani ballano

A prua un giovane è solo

Di sabato sera a quest' ora
Ebrei
laggiù
portano via
i loro morti
nell' imbuto di chiocciola
tentennamenti
di vicoli
di lumi

Confusa acqua
come il chiasso di poppa che odo
dentro l' ombra
del
sonno

_______________________


ΑΝΑΤΟΛΗ

Η αχνή γραμμή
σβήνει
στο μακρινό στεφάνι τ' ουρανού

Χτύποι τακουνιών χτύποι χεριών
και το κλαρίνο να στριγκλίζει
κι η θάλασσα είναι σταχτιά
αλαφροσκιρτάει ανήσυχη
σαν περιστέρι

Στην πρύμη σύροι μετανάστες χορεύουν

Στην πλώρη ένας νέος είναι μόνος

Τέτοιαν ώρα το σαββατόβραδο
Εβραίοι
εκεί κάτω
μεταφέρουν
τους νεκρούς τους
στο σαλιγκαρένιο χωνί
τρίκλισμα
σοκακιών
φώτων

Ανάκατο νερό
σαν το σαματά της πρύμης που ακούω
μέσα στον ίσκιο
του
ύπνου

________________________


GIUSEPPE UNGARETTI (1888-1970)
Μετάφραση Φοίβος Πιομπίνος
απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1990



mardi 15 janvier 2008

ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΕΣ






ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΕΣ

12
μεσάνυχτα
ποιός να βαράη
την πόρτα
τέτοιαν ώρα;
νάναι
η Μούσα
τα λούσα
η ρούσα;
ανοίγω
κι' όμως
τίποτε
κανείς!

στρέφω
η δεσποινίς Μαρίκα
- η κόρη ντε του καλλιφώνου ψάλτου της ενορίας -
μού εκμυστηρεύεται:
"να
είταν η θάλασσα
είταν τ' αγέρι
είταν ο έρωτας του τραμβαγιέρη
που μού ετάραζαν
τα σωθικά"


ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απο τη συλλογή ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ,
Εκδ. Ίκαρος, 1978


samedi 12 janvier 2008

ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΣΚΑΣΜΕΝΟ ΛΑΣΤΙΧΟ


RICHARD BRAUTIGAN

THE HORSE THAT HAD A FLAT TIRE

Once upon a valley
there came down
from some golden
blue mountains
a handsome young prince
who was riding
a dawncolored horse
named Lordsburg.

I love you
You’re my breathing castle
Gentle so gentle
We’ll live forever

In the valley
there was a beautiful maiden
whom the prince
drifted into love with
like a New Mexico made from
apple thunder and long
glass beds.

I love you
You’re my breathing castle
Gentle so gentle
We’ll live forever

The prince enchanted
the maiden and
they rode off
on the dawncolored horse
named Lordsburg
toward the goldenblue mountains.

I love you
You’re my breathing castle
Gentle so gentle
We’ll live forever

They would have lived
happily ever after
if the horse hadn’t had
a flat tire
in front of a dragon’s
house.

________________


ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΕΝΑ ΣΚΑΣΜΕΝΟ ΛΑΣΤΙΧΟ

Μιά φορά και μιά πεδιάδα
κατέβηκε απο κάποια
χρυσογάλαζα βουνά
ένας όμορφος νεαρός πρίγκιπας
καβάλα σ' ένα
άλογο στο χρώμα της αυγής
που τό 'λεγαν Λόρντσμπουργκ.

Σ' αγαπώ
Είσαι το κάστρο της ανάσας μου
Τρυφερά τόσο τρυφερά
Θα ζήσουμε για πάντα

Σε μιά πεδιάδα
ήταν μιά όμορφη κόρη
που ο πρίγκιπας
παρασύρθηκε στον έρωτά της
σαν ένα Νέο Μεξικό φτιαγμένο απο
μήλο κεραυνό και μακριά
γυάλινα κρεβάτια.

Σ' αγαπώ
Είσαι το κάστρο της ανάσας μου
Τρυφερά τόσο τρυφερά
Θα ζήσουμε για πάντα

Ο πρίγκιπας γοήτευσε
την κόρη
και έφυγαν μαζί καβάλα
στ' άλογο με το χρώμα της αυγής
που τό 'λεγαν Λόρντσμπουργκ
προς τα χρυσογάλαζα βουνά.

Σ' αγαπώ
Είσαι το κάστρο της ανάσας μου
Τρυφερά τόσο τρυφερά
Θα ζήσουμε για πάντα

Θα είχανε ζήσει
ευτυχισμένα κατόπιν
αν δεν έπιανε λάστιχο
το άλογο
μπροστά σ' ενός δράκου
το σπίτι.

________________


RICHARD BRAUTIGAN (1935-1984)
Μετάφραση Κώστας Γιαννουλόπουλος

mardi 8 janvier 2008

ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΗ ΣΑΓΗΝΗ ΤΩΝ ΠΕΡΑΤΩΝ




ΑΘΗΝΑ ΚΑΡΑΤΑΡΑΚΗ

ΒΡΑΔΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ Η BILLIE HOLIDAY ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Γυναίκα με τα θλιμμένα μάτια
σε άλαλο δάσος τρομαγμένες ανεμώνες
Ξυλοκόπος καιρός σε παίρνει στο κατόπι.

Από τα δάχτυλά σου ορμούν σιτοβολώνες.
Στο στέρνο σου μιά έρημος διατάζει
μεσάνυχτα να την διαβεί όποιος κινήσει.
Μεσάνυχτα διαβαίνουν οι λύκοι των ουράνιων τραυμάτων.

Φτερούγες της λαλέουσας σιωπής
αν ίσως δες το βάλτο
με τα χέρια ψηλά
απέναντι από θανάσιμο καθρέφτη

Γυναίκα που απόχτησες τον εαυτό σου
πιο πέρα απ’ τη σαγήνη των περάτων

Μπορείς το ρήμα να ερμηνεύσεις
το χτες ως τέλος να διακρίνεις
τη βέρα σκύβεις να μαζέψεις
και πνίγεσαι στα ρέματα της κλίνης.


ΑΘΗΝΑ ΚΑΡΑΤΑΡΑΚΗ
Απο τη συλλογή ΜΠΕΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟΥ, Εκδ. Οδός Πανός, 2003



lundi 7 janvier 2008

Η ΣΠΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ



JOSÉ AGUSTÍN GOYTISOLO

Queda el polvo

De aquel trueno, de aquella
terrible llamarada
que crecío ante mis ojos,
para siempre ha quedado,
confundido en el aire,
un polvo de odio, una
tristísima ceniza
que caía y caía
sobre la tierra, y sigue
cayendo en mi memoria,
en mi pecho, en las hojas
del papel en que escribo.


JOSÉ AGUSTÍN GOYTISOLO (1928-1999)



vendredi 4 janvier 2008

ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΓΟ
ΤΟΝ ΕΙΠΩΜΕΝΟ ΤΟΝ ΑΝΕΙΠΩΤΟ

Μαύρο το ψάρι με θολό του πρασινόμαυρου΄
μαύρο του σκοτεινού βυθου.

Άδειασ' ο Ήλιος και το φως του
έγιν' αυτή η μαγική γραφή.
Άδειασ' ο Ήλιος κι έμεινε μονάχα το χρυσό του δαχτυλίδι
τρέμοντας στον πυθμένα της ροής και η ροή
να παρασέρνει δροσερά τη λάμψη του.

Ποια όντα ηλιακά ποια μαύρα πνεύματα
μου στέλνουν τούτη τη γραφή, αυτό το μήνυμα
απ' το βυθό του χρόνου απ' το βυθό του ωκεανού;
Ηλιακή Φυλή. Ηλιακή Γραφή.
Φυλή που έγραφε με φως πάνω στα όντα
πάνω στο μαύρο πάπυρο του σκοταδιού, σ' αυτό το δέρμα,
στο σκοτεινό πλευρό ενός ψαριού.

(Η νύχτα εδώ κ' η μέρα συνυπάρχουν).

Στο μαγικό μου πρώτο κόσμο η ομορφιά
αποτυπώνονταν σε όντα ζωντανά.
Τώρα τον κόσμο βλέποντας διαβάζω
αυτή την ποίηση από πράγματα.

Τα πράγματα σωπαίνουν΄ τι να πουν;
Αυτά τα ίδια είν' ο λόγος.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ
Απο το βιβλίο Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΑ, εκδ. Ιανός, 1986



mardi 1 janvier 2008

ANNABEL LEE






EDGAR ALLAN POE

ANNABEL LEE


It was many and many a year ago,
In a kingdom by the sea,
That a maiden there lived whom you may know
By the name of Annabel Lee;-
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me.

I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea:
But we loved with a love that was more than love-
I and my Annabel Lee-
With a love that the winged seraphs of heaven
Coveted her and me.

And this was the reason that, long ago,
In this kingdom by the sea,
A wind blew out of a cloud, chilling
My beautiful Annabel Lee;
So that her high-born kinsmen came
And bore her away from me,
To shut her up in a sepulchre
In this kingdom by the sea.

The angels, not half so happy in Heaven,
Went envying her and me-
Yes! that was the reason (as all men know,
In this kingdom by the sea)
That the wind came out of the cloud by night,
Chilling and killing my Annabel Lee.

But our love it was stronger by far than the love
Of those who were older than we-
Of many far wiser than we-
And neither the angels in Heaven above
Nor the demons down under the sea
Can ever dissever my soul from the soul
Of the beautiful Annabel Lee:-

For the moon never beams, without bringing me dreams
Of the beautiful Annabel Lee;
And the stars never rise, but I feel the bright eyes
Of the beautiful Annabel Lee:-
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling -my darling - my life and my bride,
In her sepulchre there by the sea-
In her tomb by the sounding sea.


EDGAR ALLAN POE (1809-1849)