vendredi 29 juin 2007

ΚΛΑΝ ΜΑΪ ΠΟΥΤΣ




ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ

ΚΛΑΝ ΜΑΪ ΠΟΥΤΣ : η προέλευση
Επ' ευκαιρίας της απελευθέρωσης των Αθηνών απο τον ναζιστικό ζυγό - χωρίς να αναφερθούμε στις υπόλοιπες ελληνικές γαίες και νήσους και εξαιρώντας, δυστυχώς, τις γαίες της Μικράς Ασίας, Κύπρου, Ανατολικής Θράκης και Κωνσταντινουπόλεως, Ανατολικής Ρωμυλίας, Βορείου Ηπείρου, Καλαβρίας, Σικελίας, Μασσαλίας και Καταλωνίας - και όταν ο βρεταννικός στρατός, γνωστός τοπικά ως ''Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια κι απο πίσω ένα σύνταγμα ινδών'', κάναν κάπως κατοχή στην πρωτεύουσα ίνα εμποδίσουν τους άνδρες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ απ' το να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, ένας ικανός αριθμός άστεγων και ορφανεμένων πιτσιρίκων εύρηκαν προσοδοφόρο επάγγελμα ως λουστράκια, περιπολώντας με μικρά αυτοσχέδια κασελάκια όλα τα σημεία της Αθήνας όπου εσύχναζαν Εγγλεζάκια αξιωματικοί και φαντάροι, ενοχλώντας τους συνεχώς για να τους λουστράρουν τα παπούτσια και τις μπότες τους. Έτσι, σύντομα πιάσαν μιά φράση που έλεγαν οι Βρεταννοί όταν θέλαν γυάλισμα, που ήταν ''clean my boots'', και άρχισαν να την χρησιμοποιούν σαν κράξιμο για να τραβάνε πελατεία.

Μονάχα που αυτό που άκουγαν τα πιτσιρίκια τα λουστράκια ήταν ''κλαν μάι πουτς'', όπου γι' αυτούς τους μικρούς μπαγασάκους εννοούσε ''κλάνε μου τον πούτσο'' σε σπασμένα ελληνικά. Και τους έκανε πολύ κέφι να διαλαλάνε όλη μέρα ''κλαν μάι πουτς'' στα Εγγλεζάκια-με-κοντά-παντελονάκια, βρίζοντας τους την ίδια ώρα που τους πιάναν και πελάτες. Οι Βρεταννοί διασκέδαζαν που οι μικροί λούστροι δεν μπορούσαν να προφέρουν σωστά τη φράση ''clean my boots'' κι έτσι άφηναν χαζογελώντας να τους γυαλίζουν τα υποδήματα. Για τους πιτσιρίκους το τερπνόν μετά του ωφελίμου.

Μετά αποχώρησαν οι Βρεταννοί. Πλην όμως η φράση έμεινε στη γλώσσα της μαθητιώσης νεολαίας και του λαού. Η χρήση της δε, συνήθως σαν βρισιά μεταξύ φίλων.

Υπάρχει μιά άλλη εκδοχή. Ότι το ''κλαν μάι πουτς'' είναι ελληνο-γερμανική παραφθορά του ''Klein mein putsch'', υποτίθεται απ' τα κατοχικά χρόνια, αλλά αυτά τα γερμανικά θα μεταφράζονταν ''μικρή (είναι) η εκαθάρισή μου''. Και τί νόημα μπορεί νά' χει αυτό; Κι αν ήταν, δεν θα ήταν κάτι που θα λέγανε αναμεταξύ τους οι Γερμανοί αρκετά συχνά για να το κολλήσουν και οι Έλληνες πιτσιρικάδες.


ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ
Απο ΤΟ ΚΕΝΤΡΑΚΙ ΤΟΥ ΤΑΡΖΑΝ, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005

mercredi 27 juin 2007

O SIGNORE ΑΠ' ΤΗΝ ΤΕΡΓΕΣΤΗ




UMBERTO SABA

CITTÀ VECCHIA

Spesso, per ritornare alla mia casa
prendo un' oscura via di città vecchia.
Giallo in qualche pozzanghera si specchia
qualche fanale, e affollata è la strada.

Qui tra la gente che viene che va
dall' osteria alla casa o al lupanare,
dove son merci ed uomini il detrito
di un gran porto di mare,
io ritrovo, passando, l'infinito
nell' umiltà.
Qui prostituta e marinaio, il vecchio
che bestemmia, la femmina che bega,
il dragone che siede alla bottega
del friggitore,
la tumultuante giovane impazzita
d' amore,
sono tutte creature della vita
e del dolore;
s' agita in esse, come in me, il Signore.

Qui degli umili sento in compagnia
il mio pensiero farsi
piú puro dove piú turpe è la via.


UMBERTO SABA (1883-1957)

lundi 25 juin 2007

ΧΩΜΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ


PAUL CELAN

ΗΤΑΝ ΧΩΜΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ

Ήταν χώμα μέσα τους, και
σκάβαν αυτοί.
Σκάβαν και σκάβαν, έτσι
περνούσε η μέρα, η νύχτα τους. Και δεν υμνούσαν τον Κύριο,
αυτός, έτσι ακούσαν, τα ήθελε όλ' αυτά.
αυτός, έτσι ακούσαν, τα ήξερε όλ' αυτά.

Σκάβαν και δεν ακούγαν πια τίποτε΄
δεν γίναν σοφοί, δεν φτιάξαν τραγούδι,
δεν ανακάλυψαν κανενός είδους γλώσσα.
Σκάβανε.

Ήρθε μιά σιωπή, ήρθε και μιά καταιγίδα,
ήρθαν όλες οι θάλασσες.
Σκάβω, σκάβεις και σκάβει το σκουλίκι,
και το τραγούδι εκεί λέει: Σκάβουνε.

Ω ένα, ω κανένα, ω κανείς, ω εσύ:
Πού πήγε, αφού πουθενά δεν επήγε;
Ω σκάβεις και σκάβω, και σκάβουμε προς εσένα,
και στο δάχτυλο μάς ξυπνάει το δαχτυλίδι.


PAUL CELAN (1920-1970)
Μετάφραση Αντώνης Τριφύλλης
Απο την ανθολογία ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΕΡΜΑΝΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ,
Εκδ. Πλέθρον, 1983

vendredi 22 juin 2007

Η ΑΘΛΙΑ


ΦΑΙΔΡΟΣ ΜΠΑΡΛΑΣ

Η ΑΠΙΣΤΟΣ

Έχουν παρέλθει αμέτρητοι ενιαυτοί απο τότε που μέσα στο ίδιο αυτό ανάκτορον (το δικό μας πια τώρα) ο κόμης Ιαροσλάβ πρόφερεν υποκόφως την φράσιν: - Την αθλίαν! Κ' έπειτα πάλιν και πάλιν: -Την αθλίαν! με συνεσφιγμένους οδόντας.

Ήτο ανήρ αισθημάτων βιαίων΄ σωματώδης΄ ευρύστερνος. Εβημάτιζεν εις την αίθουσαν επάνω και κάτω, εκτύπα τους κροτάφους του, ύψωνε τους γρόνθους προς την οροφήν και ερέκαζε: - Την αθλίαν!...

Ήδη αμέτρητοι ενιαυτοί έχουν παρέλθει, και ο κόμης Ιαροσλάβ είναι, καθώς λέγουν, νεκρός... Αλλ' η αίθουσα ακόμη αντηχεί την οξείαν και διάτορον εκείνην, που επανελαμβάνετο, κραυγήν: - Την αθλίαν!...


ΦΑΙΔΡΟΣ ΜΠΑΡΛΑΣ


jeudi 21 juin 2007

WHO KNOWS WHY?



PHILIP LARKIN

IGNORANCE

Strange to know nothing, never to be sure
Of what is true or right or real,
But forced to qualify or so I feel,
Or Well, it does seem so:
Someone must know.

Strange to be ignorant of the way things work:
Their skill at finding what they need,
Their sense of shape, and punctual spread of seed,
And willingness to change;
Yes, it is strange,

Even to wear such knowledge - for our flesh
Surrounds us with its own decisions -
And yet spend all our life on imprecisions,
That when we start to die
Have no idea why.


PHILIP LARKIN (1922-1985)
Απο τα COLLECTED POEMS, 1985

mercredi 20 juin 2007

ISLA PERDIDA DE UNA FICCIÓN


MAR DESCONOCIDO

Barco en el mar, lejos de ti
El horizonte línea sin fin
Nubes que llenan mi soledad
Pintan tu boca, parecen hablar

De esta tormenta no pasaré
El fin del mundo no encontraré
Maderos crujen, el día se va
Nube tan negra me llevará

De tanto y tanto navegar
Mis lágrimas caen al mar
El viento disuelve mi voz
No quedan huellas entre los dos

Sin mapa ni guía, caí en ti
En tu marea, yo me perdí
Navegar a ciegas esta pasión
Barco en las olas de tu corazón

Me pregunté cuando partí
Si esta corriente llegaba a ti
Solo quedé con mi ilusión
Isla perdida de una ficción

De tanto y tanto navegar
Mis lágrimas caen al mar
El viento disuelve mi voz
No quedan huellas entre los dos


Μουσική & Στίχοι απο τον MARTIN ZARZAR
Τραγουδά η CHINA FORBES
Ακούγεται στον τελευταίο δίσκο των PINK MARTINI , ''HEY EUGENE !''

lundi 18 juin 2007

ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΑΧ



JAROSLAV SEIFERT


ΤΟ ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΤΟΥ ΜΠΑΧ

Ποτέ μου δεν συνήθιζα να κοιμάμαι μέχρι αργά το πρωί,
με ξυπνούσαν τα πρωινά τραμ
και συχνά οι ίδιοι μου οι στίχοι.
Μ' έβγαζαν απ' τα σκεπάσματα τραβώντας με απ' τα μαλλιά,
μ' έσερναν στην καρέκλα
και μόλις έτριβα τα μάτια μου
με ανάγκαζαν να γράφω.

Δεμένος με γλυκό σάλιο
στα χείλη της μοναδικής στιγμής,
τη σωτηρία της άθλιας ψυχής μου
δεν τη συλλογιζόμουνα
κι αντί για την αιώνια μακαριότητα
ποθούσα το σύντομο διάστημα
της φευγαλέας απόλαυσης.

Μάταια οι καμπάνες με σηκώνανε απ΄τη γη,
γαντζωνόμουνα πάνω της με νύχια και με δόντια.
Ήταν γεμάτη αρώματα
και μυστικά που ερέθιζαν.
Όταν τη νύχτα κοίταζα τον ουρανό,
δεν ήταν ο ουρανός αυτός που αναζητούσα.
Μάλλον με τρόμαζαν οι μαύρες τρύπες
κάπου στα πέρατα του σύμπαντος
που είναι ακόμα πιό φρικτές
κι απο την κόλαση την ίδια.
Άκουσα όμως ήχους απο τσέμπαλο.
Ήταν ένα κοντσέρτο
του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ
για όμποε, τσέμπαλο και έγχορδα.
Απο πού ερχότανε - δεν ξέρω.
Πάντως όχι απ' τη γη.

Αν και δεν είχα πιεί κρασί ούτε μιά στάλα,
τρίκλιζα λίγο
κι αναγκάστηκα να πιαστώ
απο τη σκιά μου.


JAROSLAV SEIFERT (1901-1986)


Μετάφραση: Κάρολος Τσίζεκ
Απο το βιβλίο Η ΓΛΥΚΙΑ ΣΥΜΦΟΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, εκδ. Ποταμός, 2003

samedi 16 juin 2007

ΦΙΝΑΛΕ



ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΒΛΑΔΙΒΟΣΤΟΚ

Θερμοκρασία 60 υπό το μηδέν
και το εισιτήριο προς το Bλαδιβοστόκ στην τσέπη.
Kι' απόξω, εξισωμένη με το άπειρον
η παγωμένη στέππη.

Δεν είμαι μόνος. Ένας άνθρωπος παράξενος αντίκρυ μου
μου εξάπτει το ενδιαφέρον σε σημείον μέγα.
Kι' ενόσω τού ’χα δώσει σημασίαν "ά λ φ α" στην αρχή,
τώρα, δεν ξέρω πώς, λαμβάνει σημασίαν "ω μ έ γ α".

Kαι το εισιτήριο προς το Bλαδιβοστόκ στην τσέπη μου.
A! Tο Bλαδιβοστόκ! Ω! ας ήτανε ποτέ να μην υπήρχεν εδώ κάτω.
Kι' όμως, είν' ο σκοπός του ταξιδιού μου αλλοίμονο,
το τέρμα… που δεν έχει παρακάτω.

Kι' όμως, το νοσταλγούσα κάποτες το τέρμ' αυτό.
Mα τώρα… Tώρα τίποτα. Mονάχα η παγωμένη γύρω στέππη,
κι' ο αμίλητος κι' ακίνητος συνταξιδιώτης μου
που, σαν μετουσιωμένο σύμβολο, με βλέπει.

Kι' όσο και πάει… σιμώνει το Bλαδιβοστόκ.
Kαι τότε… τι θα γίνει; Θα ξαναγυρίσω πάλε;
Δεν το πιστεύω. Mα θαρρώ της φάρσας ή του δράματος
πως πλησιάζει οσονούπω το "φ ι ν ά λ ε".

Ωραίο πιστόλι ετούτο μα την πίστη μου
κι' είν' εντελώς καινούργιο και γεμάτο.
Kι' όπου και νά ’ναι θα φανή και το Bλαδιβοστόκ,
το τ έ ρ μ α… που δεν έχει π α ρ α κ ά τ ω.


ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ (
1908-1992)
Aπό τις ΑΓΡΙΟΧΗΝΕΣ, 1972

jeudi 14 juin 2007

ΕΝΑΣ ΚΩΔΙΚΑΣ


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΠΟΙΗΤΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΚΩΔΙΞ

Οι ποιητές μιλούν με λέξεις αυταπόληκτες
φράσεις που δεν συμφέρουν στους κοινούς
είναι κυριότατα κατά, κι όταν υμνούν προσέχουν
ώστε συντόμως οι ίδιοι να ταπεινωθούν.

Οι ποιητές δεν ξέρουν μήτε ανάγνωση μη και γραφή
παρά μονάχα στίχους, αγνοούν τις αποδείξεις
και ζητούν εξόχως το αναπόδεικτο, το σκοτεινό
γιατί στο φωτισμένο κιόλας κατοικούν οι αποθηκάριοι.
Ζουν στο κενό, στο μαύρο κέντρο των πραγμάτων
εκεί που ο χρόνος καίγεται με μιά ταχύτητα φωτός.

Οι ποιητές οφείλουν πάντα να είναι μόνοι
ν' αντισκευάζονται τους νόμους και τη φύση
να καταργούν τις τέσσερες διαστάσεις
αν τούτο δίνει κάποιο νόημα στη μορφή τους.

Απαγορεύεται στους ποιητές η είσοδος
μέσα σε χώρους λιπαρούς και κοινοχρήστους
η μεταμφίεσή τους σε πτηνά κι αξιωματούχους
(οφείλουν πάντα να κυκλοφορούν γυμνοί)
και προ παντός απαγορεύεται η σιωπή τους
όταν οι άλλοι μασουλούν τη γλώσσα τους.

Κι απαγορεύεται το κρέας, το κρασί κι η συνουσία
χωρίς να κατακρημνισθούν σε στίχους
απαγορεύονται οι τιμές κι οι διατιμήσεις
απαγορεύονται οι ρομφαίες κι οι τριχοτομήσεις
απαγορεύονται σαφώς οι παραμαρτυρήσεις.
Αλλά το πιο παράδοξο, το πιο ιλαρόν
απαγορεύται στους ποιητές ο θάνατος.


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ (1922-1996)
Απο το βιβλίο Η ΠΕΙΡΑ ΚΑΙ Η ΠΥΡΑ, Εκδ. Κέδρος, 1977


mardi 12 juin 2007

AND MY SLUMBERING FANTASY ASSUMES REALITY



AFRO BLUE

Dream of a land
My soul is from
I hear a hand
Stroke on a drum

Elegant boy
Beautiful girl
Dancing for joy
Elegant whirl
Shades of delight
Cocoa hue
Rich as the night
Afro blue

Two young lovers dance face to face
With undulating grace
They gently sway
Then slip away
To some secluded place
Shades of delight
Cocoa hue
Rich as the night
Afro blue

Whispering trees
Echo their sighs
Passionate pleas
Tender replies

Lovers in flight
Upward they glide
Burst at the height
Slowly subside
Shades of delight
Cocoa hue
Rich as the night
Afro blue

And my slumbering fantasy
Assumes reality
Until it seems it's not a dream
The two are you and me
Shades of delight
Cocoa hue
Rich as the night
Afro blue

Oh shades of delight
Cocoa hue
Rich as the night
Afro blue


Μουσική:MONGO SANTAMARIA
Στίχοι: OSCAR BROWN, Jr.
Τραγούδησαν: ABBEY LINCOLN, DIANNE REEVES, LIZZ WRIGHT, DEE DEE BRIDGEWATER, etc.,etc.


lundi 11 juin 2007

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΧΗΝΕΣ



EDMOND JABES

CHANSON POUR UNE PHILOSOPHIE COURANTE

Trois oies fraternelles
cherchent leur tombe au ciel.

"Je suis lasse", dit la première.
"Je suis lasse", dit la seconde.

Trois oies grasses et laides
jouent le monde dans l' herbe.

"Je suis lasse", dit la troisième.

Assises sur leurs oeufs,
trois oies défont un boeuf.

"J' irai seule chez le Bon Dieu"
dit la première.
"Je me ferai ange pour lui plaire"
dit la seconde.

Deux oies émerveillées
s' écroulent foudroyées.

"Je ferai comme elles", dit la troisième.
"Je blasphémerai jusqu' au dernier jour."


EDMOND JABES (1912-1991)

samedi 9 juin 2007

ΑΠ' ΑΛΛΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ




MARIO LUZI

LA NOTTE VIENE COL CANTO

La notte viene col canto
prolungato dell' assiuolo,
semina le sue luci nella conca,
sale per le pendici umide, trema
un poco. La forza in lunghi anni
acquistata a soffrire viene meno
e la piccola scienza si disarma,
il sorriso virile
non ha più la sua calma.

Tu chi sei
che aspettavi invisibile, appostata
a una svolta dell' età
finché fosse la tua ora? Ti devo
questo tempo di gratitudine
e d' altrettanto dolore.

Ed ora l' inquietudine s' insinua,
penetra queste prime notti estive,
invade il muro ancora caldo, segue
il volo delle lucciole sulle aie,
s' inselva nelle viottole ove a un tratto
nell' abbaglio dei fari la lepre saetta.

Cara, come ho potuto non intendere?
La vita era sospesa
tutta come questa veglia.
C' è da piangere a pensare
come ho sciupato questa lunga attesa
con tante parole inadeguate,
con tanti atti inconsulti, irreparabili,
e ora ferito dico non importa
purché il supplizio abbia fine.

"La salvezza sperata così non si conviene
né a te, né ad altri come te. La pace,
se verrà, ti verrà per altre vie
più lucide di questa, più sofferte;
quando soffrire non ti parrà vano
ché anche la pena esiste e deve vivere
e transformarsi in bene tuo ed altrui.
La fede è in te, la fede è una persona.''

Questa canzone non ha più parole.

_____________________


ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Έρχεται η νύχτα με το τραγούδι
του γκιώνη που κρατάει,
σπέρνει τα φώτα στην πεδιάδα,
ανηφορίζει στις πλαγιές τις νοτισμένες,
τρέμοντας λίγο. Η αντοχή στον πόνο,
που χρόνια έκανε ν' αποχτηθεί, λιγοψυχάει΄
αφοπλίζεται η γνώση΄
το αρρενωπό χαμόγελο
τη γαλήνη του πια δεν την έχει.

Εσύ ποιά είσαι,
που περίμενες αθώρητη, κρυμμένη
σε μιά στροφή του χρόνου
ώσπου η ώρα σου να' ρθεί; Σου οφείλω
τον χρόνο αυτόν ευγνωμοσύνης
και οδύνης άλλης τόσης.

Και τώρα η ανησυχία αρχίζει΄
διαπερνάει τούτες τις πρώτες νύχτες του καλοκαιριού΄
πιάνει τον τοίχο, ζεστόν ακόμα΄ ακολουθεί
τις πυγολαμπίδες που πετάν στ' αλώνια΄
τρυπώνει στα μονοπάτια όπου ξαφνικά
στο θάμπος των φανών σα σα'ί'τα ο λαγός ξεπετιέται.

Καλή μου, πώς μπόρεσα να μην το νιώσω;
Η ζωή είχε σταματήσει
ολάκερη, καθώς η αποψινή ξαγρύπνια.
Είναι να κλαίει κανείς αν το σκεφτεί
πως τη μεγάλη αυτήν αναμονή έχω χαλάσει
με τόσα λόγια αταίριαστα, με τόσες πράξεις
αλόγιστες, ανεπανόρθωτες΄
και τώρα πληγωμένος λέω, δεν πειράζει
φτάνει το μαρτύριο νά' χει τέλος.

''Η σωτηρία καθώς την είχες ελπίσει δε συμφέρει
μήτε σε σένα μήτε σε άλλους
που είναι σαν και σένα. Η γαλήνη,
αν έρθει, θε να' ρθεί απ' άλλους δρόμους,
πιο ίσιους απο τούτον, πιο πονεμένους΄
όταν το να υποφέρεις μάταιο δεν θα μοιάζει
γιατί κ' η θλίψη κι αυτή υπάρχει
και πρέπει να ζήσει για να μετουσιωθεί
σε καλό δικό σου και αλλουνού.
Η πίστη μέσα σου είναι΄
μια ψυχή είναι και η πίστη.''

Ετούτο το τραγούδι άλλα λόγια δεν έχει.


MARIO LUZI (1914-2005)
Μετάφραση: ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΔΑΛΜΑΤΗ
Απο το ΓΟΤΘΙΚΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ, εκδ. Διάττων, 1991



mercredi 6 juin 2007

ΜΙΑ ΜΑΝΤΑΜ OULIP...ΙΑΝΗ



MICHELLE GRANGAUD

LE SEXE EST DE CONSISTANCE GENERALEMENT TENDRE

Le sexe est de consistance généralement plus tendre que le reste du corps. Il est plus sensible et très sujet au chatouillement.
C’est bientôt l’été. Le ciel est pâle et brumeux. Il est allongé sur le dos, jambes écartées,
les mains sous la nuque, dans la prairie en fleurs au bord de l’étang.
Le sexe est le point où les humains ressemblent le plus aux animaux.
Les hélices de jardin, qui sont des escargots, se retrouvent grâce à leurs traces baveuses,
s’accolent, se mordent, se pénètrent mutuellement et restent accouplés pendant des heures.
La conjugaison est naturelle.
Debout au bord de la piscine, la statue n’a plus ni tête ni bras et pourtant le ventre bombé,
les seins généreux qui pointent, lui donnent un aspect étrangement vivant.
La forme n°1 est sujette à des changements de forme. Quand elle est excitée, elle enfle, durcit et se redresse.
La poutre de béton à la frange métallique, emportée par la grue, pointe vers le ciel.
La forme n°1 est disposée de façon à pénétrer la forme n°2.
Dans la trouée du long porche obscur, on aperçoit, au bout, la pyramide de verre.
La forme n°1 pénètre la forme n°2 pour la frotter de l’intérieur.
Le buisson de roses forme une haie rouge vif le long du balcon.
Le frottement provoque une excitation voluptueuse.
Dans le centre-ville, les affiches annoncent NUDE GIRLS, LOVE ACT, TOTALLY NUDE GIRLS ON STAGE, THE CONDOR.
Le plaisir est stimulé et multiplié par les fantasmes
.


MICHELLE GRANGAUD
Απο το ETAT CIVIL, 1998

mardi 5 juin 2007

ΜΙΚΡΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ


ΕΡΣΗ ΣΕΪΡΛΗ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΣΕ ΦΛΕΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Άν έχετε αποφασίσει, για φιλοσοφικοαισθητικούς λόγους (όλοι οι άλλοι λόγοι αποκλείονται), να θέσετε τέρμα στην άχαρη ζωή σας, κι ενώ τα έχετε όλα λεπτομερέστατα σχεδιάσει την τελευταία στιγμή διστάζετε, ακολουθείστε με συνέπεια τις παρακάτω οδηγίες. Έτσι θα πάρετε δύναμη και θα γίνετε άτρωτος στις ταπεινές μικρές σας απολαύσεις.

Οδηγία πρώτη
Θα χρειαστείτε οπωσδήποτε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Αν δεν το διαθέτετε πρέπει να το εφεύρετε. 'Οταν αιστανθείτε αρκετά σίγουρος, θα έχετε μαζί του τον εξής διάλογο.
α. Σ' αγαπώ.
β. Κι εγώ
α. Αλήθεια σ' αγαπώ.
β. Αλήθεια κι εγώ.
α. Πολύ σ' αγαπώ.
β. Πολύ κι εγώ.
Μπορείτε αδιακρίτως να διαλέξετε το ρόλο του α ή του β. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα θα είναι εξίσου σημαντικό.
Προτεινόμενος χρόνος: θα ανταλλάσσετε αυτά τα λόγια με το αγαπημένο πρόσωπο το πρωί (μόλις ανοίξετε τα μάτια σας κατά προτίμηση) επί τρείς συνεχόμενες ημέρες.

Οδηγία δεύτερη
Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Τίποτα όμως δεν είναι αδύνατο για σας που γνωρίζετε τί πραγματικά επιθυμείτε. Θα βρείτε τον κατάλληλο άντρα (ηλικίας μεταξύ είκοσι και τριάντα, κι αν ανήκει στην Αραβική φυλή να θεωρήσετε τυχερό τον εαυτό σας). Αυτός λοιπόν ο άντρας θα φοράει φανελένιες πιζάμες - γαλάζιες ή ριγωτές - και θα βγει να πάρει τον αέρα του στην ταράτσα, την ώρα του απογεύματος. Η μέρα πρέπει να είναι οπωσδήποτε μουντή και αν κάποια ατίθαση ηλιακή ακτίνα εμφανιστεί μπροστά σας, στείλτε την κατ' ευθείαν στα μπατζάκια του αεριζόμενου. Μην πολυσκοτιστείτε για το φόντο. Η πόλη της Αθήνας θεωρείται απο τις προσφορότερες, αρκεί να αποφύγετε τους κισσούς και τις πρασινάδες. Αν τώρα σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και πέσετε σε κανένα σπίτι νεοκλασικό, πάει να πει πως δε σας θέλει.
Προτεινόμενος χρόνος: Εξασφαλίστε το ίδιο θέαμα για την επομένη ή και για τη μεθεπομένη, ανάλογα με την αντοχή σας.

Οδηγία τρίτη
Αν έχετε πετύχει στα προηγούμενα, η τρίτη οδηγία θα σας φανεί παιχνιδάκι. Αρκεί να έχετε τα μάτια σας ανοικτά και τα άλλα θα έρθουν απο μόνα τους. Εσείς περιμένετε μόνο τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες. Όταν λοιπόν ένα πρωί δείτε στο παράθυρό σας τον ήλιο να λάμπει, μην ολιγωρήσετε. Βγείτε έξω και περπατήστε στους δρόμους της πόλης. Πριν προλάβετε να τελειώσετε το τσιγάρο σας, θα το αντικρίσετε. Μη σας πειράξει αν δεν υπάρχουν στην πόρτα σκουπίδια. Σηκώστε τα μάτια ψηλά και δείτε το μπαλκόνι. Η πορτοκαλιά φλοκάτη θα λιάζετε με την πράσινη κουβέρτα, δίπλα-δίπλα.
Προτεινόμενος χρόνος: τριάντα δευτερόλεπτα θεωρούνται υπεραρκετά.

Εφ' όσον ακολουθήσετε πιστά τις παραπάνω οδηγίες, δε θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Θα εγκαταλείψετε το σκληρό μας κόσμο σεμνά, χωρίς νάζια και φιοριτούρες. Αν όμως, έπειτα απο όλα αυτά, σας συναντήσω ξανά να πίνετε ουζάκι στα Εξάρχεια, θα σημαίνει ότι για αυτόχειρ παραείστε φλεγματικός και καλά θα κάνετε να παραιτηθείτε απο κάθε προσπάθεια.


ΕΡΣΗ ΣΕΪΡΛΗ
Απο τις ΜΙΚΡΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ, εκδ. Δελφίνι, 1992

dimanche 3 juin 2007

ΜΗΔΕ ΚΑΛΕΜΙ ΟΥΛΕΜΑ ...




ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

Ο ΚΑΡΑΣΕΒΝΤΑΛΗΣ

Ποιός είδε νέον σεβνταλή, καρδιών ποιός είδε κλέφτη,
να εξυπνάει με το αχ! και με το βαχ! να πέφτει;
Ωσάν το χιόνι ν' αναλεί, σαν το κερί να σβήνει,
και μοναχός το ντέρτι του να πικροκαταπίνει;
Εγώ τον είδα, κ' εις εμέ εφάνη ο καημένος
ωσά ντερβίσης σκυθρωπός, σα μπεκτασής θλιμμένος.
Για μιά μικρή Γενί-ντουνιά, πού' δαν τα δυό του μάτια,
καρά-σεβντάς τον έπιασε, και θα γενή κομμάτια.
Οπόταν τα μεσάνυχτα αργολαλούν οι κούκκοι,
πηγαίνει και της τραγουδεί με νέι και με μπουζούκι:

''Αμάν, κουζούμ! αμάν, γιαβρούμ! Κάνε, χανούμ, ινσάφι!
Μηδέ καλέμι ουλεμά το ντέρτι μου δε γράφει.
Για σένα εμπα'ί'λντισα εις τον ντουνιάν επάνω,
κι αν εγεννήθην σεβνταλής, ασίκης θ' αποθάνω.

Είναι το άσπρο στήθος σου ταζέδικο κα'ι'μάκι,
του Α'ι'ντίν-ισάρ χαλβάς το κάθε σου χεράκι,
μουχαλεμπί και γκιούλ-σερμπέτ ο αναστεναγμός σου,
και του Χατζή-Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου΄
ο κάθε λόγος σου γλυκός σα ραβανί αφράτο
και σα ζεστός σαράι-λοκμάς με μέλι μυρωδάτο.
Κ' είν' ο σεβντάς μου δυνατός, που να γραφεί δε φτάνει
κι αν γίνει ο ουρανός χαρτί κ' η θάλασσα μελάνι.

Τι αγοράζεις κάρβουνα να ψήνεις το φα'ί' σου;
Γιαγκίνι έχω στην καρδιά, που τ' άναψες ατή σου!
Αντίκρυ μου τον τεντζερέ με το φα'ί' σου στήσε,
και λάδι στο γιαγκίνι μου με μιά ματιά σου χύσε!
Κ' ευθύς που ένα Αχ εντέρ! το στόμα μου αναδώσει,
και το φα'ί' σου θα ψηθεί κι ο τέντζερης θα λιώσει!

Εσύ' σαι το χρυσό ουρί, και δι' εσέ, ντουντού μου,
ή ντιπ θα χάσω, ή θα βρω το ρέμπελο το νου μου!
Κ' εις το Τζενέτ, στους πρόποδας του πιλαφένιου όρους,
θε να περάσω μετά σού στιγμάς αγγελοφόρους.
Ο βουτυρένιος ποταμός και του μελιού το ρεύμα,
τόσο δεν θα ευχαριστούν του σκλάβου σου το πνεύμα,
όσο το νούρι σου, κουζούμ, και το γλυκό φιλί σου,
και όσο το ναζλίδικο και τρυφερό κορμί σου.

Αμάν, κουζούμ! αμάν, γιαβρούμ! κάνε, χανούμ, ινσάφι!
Μηδέ καλέμι ουλεμά το ντέρτι μου δε γράφει.
Για σένα εμπα'ί'λντισα εις τον ντουνιάν επάνω,
κι αν εγεννήθην σεβνταλής, ασίκης θ' αποθάνω!''

Αυτά της λέει ο ντερτιλής και πριν ακόμα φύγει,
σαν του Τσεχνέμ το βάραθρον, το στόμα του ανοίγει,
κ' ελπίζων ιλαρώτερος ο πόνος του να γίνει,
βώλον δραμίων είκοσι αφιόνι καταπίνει.


ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ (1817-1886)

samedi 2 juin 2007

AND DEATH SHALL HAVE NO DOMINION



DYLAN THOMAS

AND DEATH SHALL HAVE NO DOMINION

And death shall have no dominion.
Dead men naked they shall be one
With the man in the wind and the west moon;
When their bones are picked clean and the clean bones gone,
They shall have stars at elbow and foot;
Though they go mad they shall be sane,
Though they sink through the sea they shall rise again;
Though lovers be lost love shall not;
And death shall have no dominion.

And death shall have no dominion.
Under the windings of the sea
They lying long shall not die windily;
Twisting on racks when sinews give way,
Strapped to a wheel, yet they shall not break;
Faith in their hands shall snap in two,
And the unicorn evils run them through;
Split all ends up they shan't crack;
And death shall have no dominion.

And death shall have no dominion.
No more may gulls cry at their ears
Or waves break loud on the seashores;
Where blew a flower may a flower no more
Lift its head to the blows of the rain;
Though they be mad and dead as nails,
Heads of the characters hammer through daisies;
Break in the sun till the sun breaks down,
And death shall have no dominion.

___________________________________


ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ' ΧΕΙ ΠΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ

Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα,
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού΄
Όταν ασπρίσουν τα κόκαλά τους και τριφτούν τ' άσπρα κόκαλα
Θά' χουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι΄
Αν τρελαθήκαν, η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος, θ' αναδυθούν΄
Αν χάθηκαν οι εραστές, δεν θα χαθεί η αγάπη΄
Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία.
Όσους βαθιά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ΄αφανίσει ανεμοστρόβιλος΄
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους πεδεύουν δεν θα τους συντρίψουν΄
Στα σπασμένα τα χέρια τους θά' ναι η πίστη διπλή,
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί΄
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν΄
Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία.
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι΄
Ας μην σπάζει μ' ορμή στο γιαλό τους το κύμα΄
Εκεί που έν' άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα΄
Τρελοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές,
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία.


DYLAN THOMAS (1914-1953)
Μετάφραση: Λύντια Στεφάνου