lundi 25 juin 2007

ΧΩΜΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ


PAUL CELAN

ΗΤΑΝ ΧΩΜΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ

Ήταν χώμα μέσα τους, και
σκάβαν αυτοί.
Σκάβαν και σκάβαν, έτσι
περνούσε η μέρα, η νύχτα τους. Και δεν υμνούσαν τον Κύριο,
αυτός, έτσι ακούσαν, τα ήθελε όλ' αυτά.
αυτός, έτσι ακούσαν, τα ήξερε όλ' αυτά.

Σκάβαν και δεν ακούγαν πια τίποτε΄
δεν γίναν σοφοί, δεν φτιάξαν τραγούδι,
δεν ανακάλυψαν κανενός είδους γλώσσα.
Σκάβανε.

Ήρθε μιά σιωπή, ήρθε και μιά καταιγίδα,
ήρθαν όλες οι θάλασσες.
Σκάβω, σκάβεις και σκάβει το σκουλίκι,
και το τραγούδι εκεί λέει: Σκάβουνε.

Ω ένα, ω κανένα, ω κανείς, ω εσύ:
Πού πήγε, αφού πουθενά δεν επήγε;
Ω σκάβεις και σκάβω, και σκάβουμε προς εσένα,
και στο δάχτυλο μάς ξυπνάει το δαχτυλίδι.


PAUL CELAN (1920-1970)
Μετάφραση Αντώνης Τριφύλλης
Απο την ανθολογία ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΕΡΜΑΝΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ,
Εκδ. Πλέθρον, 1983

4 commentaires:

Anonyme a dit…

Fugue de mort (Todesfuge)

Lait noir de l'aube nous le buvons le soir
nous le buvons midi et matin nous le buvons
la nuit
nous buvons nous buvons
nous creusons une tombe dans les airs on n'y
est pas couché à l'étroit
Un homme habite la maison il joue avec les
serpents il écrit
il écrit quand vient le sombre crépuscule en
Allemagne tes cheveux d'or Margarete
il écrit cela et va à sa porte et les étoiles
fulminent il siffle ses dogues
il siffle pour appeler ses Juifs et fait creuser
une tombe dans la terre
il ordonne jouez et qu'on y danse...
Paul Celan

LOCUS SOLUS a dit…

@ lapsus memoriae
Η "Φούγκα του θανάτου"...Σπουδαίο ποίημα ενός σπουδαίου ποιητή. Merci.

Lapsus digiti a dit…

Αλλά η πέτρα που αιωρούνταν πλάι μας
κυλάει πάνω στη θάλασσα
και στο αυλάκι που αφήνει πίσω της
τ' όνειρο ζωντανό γεννάει τ' αυγά του.

(Από το ΜΑΖΙ του Τσελάν)


ΑΚΟΥΣΑ ΝΑ ΛΕΝΕ

Άκουσα να λένε ότι είναι/στο νερό μια πέτρα κι ένας κύκλος/ και πάνω απ' το νερό μια λέξη/
που τον κύκλο γύρω απ' την πέτρα αποθέτει.

Είδα τη λεύκα μου να κατεβαίνει στο νερό,/είδα πως άπλωνε το χέρι της κάτω στα βάθη,/είδα τις ρίζες της να ικετεύουνε τον ουρανό για
νύχτα.

Δεν έτρεξα ξοπίσω της,/μόνο που σήκωσα απ' το χώμα κείνο το ψίχουλο,/ που έχει τη μορφή και την ευγένεια του ματιού σου,/σου πήρα απ' το λαιμό την αλυσίδα των ρητών/ και μ' αυτήν έζωσα το τραπέζι, όπου κείτονταν το ψίχουλο.

Δεν είδα πια τη λεύκα μου.

ΠΩΛ ΤΣΕΛΑΝ (Από τη συλλογή ΕΦΤΑ ΡΟΔΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ)
Μετάφραση: Στέλλα Γ. Νικολούδη

ΕΥΧΟΜΑΙ ΜΑΚΡΟΔΡΟΣΕΡΕΥΣΗ!!!

LOCUS SOLUS a dit…

@ lapsus digiti
Ευχαριστούμε για τα νερά και τις λεύκες, αλλά πού δροσιά σ' αυτή την τσιμεντούπολη;