lundi 24 novembre 2008

ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΑΝΑΜΕΣΑ



ΤΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣΤΑΘΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΤΙΟΥ

Οι άγνωστοι δεν κοιτάζουν αγνώστους στο δρόμο
αν τους κοιτάξουν άγνωστοι τότε ίσως κοιτάζουν
τους άγνωστους που τους κοίταξαν
άγνωστοι κοίταξαν αγνώστους που δεν τους κοίταζαν
που ίσως τους κοιτάξουν, ίσως ενοχλημένοι.
Δεν κοιτάνε αγνώστους οι άγνωστοι
αλλά άγνωστοι κοιτάνε αγνώστους
και τους κοιτάζουν άγνωστοι στο δρόμο
ενώ απ' τους γνωστούς ή φίλους
λίγο ακόμη και πολύ φίλους του άλλοτε
ή χθες μόλις,
λίγους πολλές χιλιάδες εκατομμύρια φορές
λιγότερους απ' τους αγνώστους
άλλους κάμποσους πολλούς
βιάζοντας τα βήματα τα βλέμματά τους
κάνουνε πρώτοι πως δεν τους βλέπουνε αυτοί
κι άλλοι απ' τους ελάχιστους
κάμποσοι πολλοί
κάνουν εκείνοι πως δε βλέπουνε αυτούς
που τότε αισθάνονται εγκαίρως ευεργετημένοι
την οχληρή φροντίδα νά' χουνε γλυτώσει
πρώτοι πάλι αυτοί να έκαναν πως δεν τους είδαν
πως ούτε πρόκειται πλέον να τους δούνε
πως ούτε εκείνοι δυνατότητα καμία υπήρξε αυτούς να δούνε
πως είναι μάλιστα όλοι τυφλοί
καθώς σαν αυτοί ή εκείνοι περπατάμε στο δρόμο
με τα μάτια κατ' ανάγκην ανοιχτά ακόμη
και το φως πέφτει πάντα ανάμεσά μας
πάμπλουτο και καρτερικό.


ΤΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣΤΑΘΗΣ (1946-1999)
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ & ΠΕΖΑ 1964-1999, εκδ. Νεφέλη, 2006


dimanche 16 novembre 2008

ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ ΑΠ' ΤΟ ΣΟΥΕΖ !


MAURICE MAC-NAB

LE MÉKÉRONI !

Sonnet britannique en prose

Pour avoar du bonne mékéroni, il fallait avoar du bonne fromédje.
Aoh!...

Mais, pour avoar du bonne fromédje, il fallait avoar de bonnes pétiourédjes.
Aoh!...

Et pour avoar des bonnes pétiourédjes, il fallait bôcoup d' ârgent.
Aoh! compréné-vos?

Je keuntiniou:
Pour avoar bôcoup d' ârgent, il fallait vendre baôcoup de keuteune.

Mais, pour vendre baôcoup de keuteune, il fallait avoar le canal de Souez.

Donc, pour avoar du bonne mékéroni, il fallait avoar le canal de Souez !



MAURICE MAC-NAB (1856-1889)
Απο τα POEMES MOBILES, Paris, 1886


lundi 10 novembre 2008

ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΚΟΣ

ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ

Χρώμα τ' ουρανού χειμώνας.
Με τα ελάφια της αγωνίας να τριγυρίζουν
Πίσω απ' τις αυλές
Με τις πληγές μας πρόχειρα δεμένες
Με τα κρυστάλλινα φώτα να γυαλίζουν
Πάνω στα θρύψαλα της μέρας.

Άγνωστοι ανοίγουν την πόρτα μου
Κι άλλος μου πετάει μιά πέτρα
Ένα παιδικό ζεστό κεφάλι
Ένα ολάκαιρο καλοκαίρι - πληγή του Αυγούστου-
Τα ματωμένα βλέφαρά της.

Τα σύνορα στα σύνορα των αγαλμάτων
Στη μικρή σιδερένια τους πόρτα
Ρυθμός του ήλιου μιάς άλλης εποχής
Πατώντας τις λάσπες αγγίζοντας με τον αγκώνα την ευτυχία
Στα μαρμαρένια σύνορα πριν δω το θάνατο να μπαίνει.

Χρώμα τ' ουρανού σκαλίζοντας πάνω στα σύννεφα ελπίδες
Φοβέρες των ημερών που έπνιξα
Των ημερών που τόσο με βασάνισαν.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΚΟΣ (1920-2000)
Απο την ΠΟΙΗΣΗ 1944-1990, εκδ. Νεφέλη, 1992

lundi 3 novembre 2008

ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΚΟΤΣΥΦΙ



ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

ΕΝΑ ΒΙΟΛΙ ΚΙ ΕΝΑ ΚΟΤΣΥΦΙ

Ένα βιολί κι ένα κοτσύφι
ένα βαρέλι και μιά κάσα
παίζουν μιά νέα μουσική.
Ξέχασε ο γαμπρός τη νύφη
και γύρισε ξανά στη θάλασσα,
τη μόνη αθάνατη γιορτή.

Σκόρπισαν τότε οι καλεσμένοι,
πήρανε τ’ αυτοκίνητά τους
και βγήκανε στην εξοχή
που ήταν ακόμη νυσταγμένη.
Άπλωσαν τα τραπεζομάντιλά τους
πάνω στη νοτισμένη γη

ενώ στη μαγεμένη πόλη
έμπηγε το μαχαίρι η νύφη...
Έπαιζε η νέα μουσική
κι ήτανε γρήγορη σαν βόλι
που ’ριχνε το βαθύ βιολί
σ’ ένα πουλί, σ’ ένα κοτσύφι.



ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
Απο τη συλλογή ΟΙ ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, εκδ. Ρόπτρον, 1990