lundi 26 janvier 2009

ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ

ΤΑ ΞΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Έρχεσαι πάντα μέσ' απ' την ομίχλη.
Κανένα ξόρκι δεν σε πιάνει΄ μήτε τραγούδι.
Μέσα στη νύχτα ξεκρεμάς τα κάδρα
ρίχνεις στα μάτια τον φακό.
Ξαναφωτίζεται ο τόπος.
Ο χρόνος φεύγει όπως έρχεται.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ
Από τη συλλογή ΥΠΕΡΘΥΡΟ, εκδ. Διάττων, 2007


lundi 19 janvier 2009

Η ΖΩΗ


ΑΛΙΝΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ

ΘΕΩΡΗΜΑ

Η ζωή έχει έθιμα. Έχει άροτρα, θυμό. Άγριες φυλές μαζεύονται στις όχθες. Χώνουν τα χέρια τους στο χώμα και ελπίζουνε. Φτιάχνουν πιρόγες που ονομάζονται Η Μνήμη. Κορίτσια σφίγγουνε στο σώμα τους παιδιά. Κροκόδειλοι κοιμούνται μες στη λάσπη. Θαμβωτικές μανόλιες ανατέλλουνε. Γεμίζουνε γαβάθες μαύρο αίμα.

Εμείς δεν είμαστε ζωή. Η ζωή έχει νόημα.
Ο νους μου είναι ένα στιλπνό μαρτύριο.


ΑΛΙΝΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ
Απο τη συλλογή ΑΦΟΣΙΩΣΗ, εκδ. Πατάκη, 2005


lundi 12 janvier 2009

ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ




JOHANNES BOBROWSKI

ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ

Τα βράδια
ο ποταμός αντηχεί,
η βαρειά ανάσα των δασών,
ουρανός, που τον διασχίζουν
κράζοντας τα πουλιά, ακτές
της σκοτεινιάς, παλιές,
απο πάνω τους οι φωτιές των άστρων.

Ανθρώπινα έχω ζήσει,
ξεχνώντας τις θύρες να μετρήσω
τις ανοιχτές. Τις κλειστές
τις έχω χτυπήσει.

Κάθε θύρα είναι ανοιχτή.
Όποιος μπρος της φωνάζει, στέκει
με μπράτσα ανοιγμένα. Έτσι φθάνει και κάθεται στο τραπέζι.
Ομιλία: τα δάση αντηχούν,
τον ποταμό που αρχίζει να ανασαίνει
τον διασχίζουν πετώντας τα ψάρια, ο ουρανός
τρέμει απο φωτιές.



JOHANNES BOBROWSKI (1917-1965)
Μετάφραση Δημήτρης Θ. Γκότσης
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Αρμός, 2007



vendredi 2 janvier 2009

ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Ο ΑΘΩΟΣ

Το σπίτι ήταν έρημο, το έβαφαν και μόλις είχαν φύγει οι ελαιοχρωματιστές, κάποιος καθόταν στο πάτωμα και μοίραζε αδιάκοπα τα χαρτιά, «με κλέβει», μου λέει, και μού’ δειξε αντίκρυ μες στη σκιά , πιό εκεί έστεκε η Μαρία φοβισμένη, «κι αυτό το σπλαχνικό φως που πέφτει απ’ το παράθυρο, δεν είναι απόδειξη της μοιχείας;» φώναζε ο Ιωσήφ, καθώς αργότερα μπήκαμε στο μπαρ, άναβαν τα φώτα, πίσω απ’ το τζάμι καθόταν ο θλιμμένος μουσικός, «δεν ξέρω να παίζω», μου λέει, «αλλά το κάνω γι’ αυτόν» και μού’ δειξε τον ετοιμοθάνατο, ο διάδρομος ήταν σκοτεινός, ακουμπισμένοι στον τοίχο περιμέναμε τη σειρά μας κι όταν ύστερα μ’ άρπαξαν απ’ το γιακά και με πέταξαν στην πάροδο, «εγώ», τους λέω, «δεν είμαι ικανός για έγκλημα, ορίστε η απόδειξη», τράβηξα το σεντόνι και τους έδειξα το σκοτεινό κυπαρίσσι, «μ’ αυτό», τους λέω, «έζησα - τι να τους κάνω τους άλλους».


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1921-1988)
Απο το βιβλίο ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ, εκδ. Κέδρος, 1984