JEAN COCTEAU
ΠΑΕΙ, ΤΗΝ ΕΧΑΣΑ !
Στο πανηγύρι στη γιορτή, στο πανηγύρι, εκεί τη βρήκα εκεί την έχασα. Γιορτή μεγάλη στο πανηγύρι, σκοποβολές, μπιλιάρδα αμερικάνικα, λουκουμάδες και κασόνια οι σαμπάνιες το κρασί. Παράγκες περίπτερα και ξύλινα άλογα, ένα γύρο γαϊτανάκια. Και δώσ’ του στριφογύριζαν τα αλογάκια στριγκλίζοντας, δώσ’ του τα μπιλιάρδα καραμπολίζανε, οι λουκουμάδες μοσχοβόλαγαν κι οι καραμπίνες ρίχνανε. Ρίχνω κι εγώ στην καραμπίνα. Ρίχνω καλά και το καυχιέμαι! Μισό λεπτό! Όχι, δεν έγινε έτσι. Δεν τη βρήκα στη σκοποβολή, στις βάφλες τη συνάντησα. Μοσχοβολούσαν οι βάφλες, κι αυτή έτρωγε με χωμένη τη μούρη, φύσηξε τη βάφλα και γέμισα ολόκληρος άσπρη άχνη. Γέλαγε εκείνη και της λέω, «Πώς σε λένε;», και μου φωνάζει γελώντας, «μετά...»
ΠΑΕΙ, ΤΗΝ ΕΧΑΣΑ !
Στο πανηγύρι στη γιορτή, στο πανηγύρι, εκεί τη βρήκα εκεί την έχασα. Γιορτή μεγάλη στο πανηγύρι, σκοποβολές, μπιλιάρδα αμερικάνικα, λουκουμάδες και κασόνια οι σαμπάνιες το κρασί. Παράγκες περίπτερα και ξύλινα άλογα, ένα γύρο γαϊτανάκια. Και δώσ’ του στριφογύριζαν τα αλογάκια στριγκλίζοντας, δώσ’ του τα μπιλιάρδα καραμπολίζανε, οι λουκουμάδες μοσχοβόλαγαν κι οι καραμπίνες ρίχνανε. Ρίχνω κι εγώ στην καραμπίνα. Ρίχνω καλά και το καυχιέμαι! Μισό λεπτό! Όχι, δεν έγινε έτσι. Δεν τη βρήκα στη σκοποβολή, στις βάφλες τη συνάντησα. Μοσχοβολούσαν οι βάφλες, κι αυτή έτρωγε με χωμένη τη μούρη, φύσηξε τη βάφλα και γέμισα ολόκληρος άσπρη άχνη. Γέλαγε εκείνη και της λέω, «Πώς σε λένε;», και μου φωνάζει γελώντας, «μετά...»
Μετά πήγαμε μαζί στη σκοποβολή αλλά κι εκεί την έχασα. Στη σκοποβολή χτύπησα όλα τα σημάδια, έσπασα όλα τα μπαλόνια και κάθε φορά φώναζε αυτή, «Μπράβο!!!» και όπως δεν έμεινε άλλο σημάδι, σημαδεύω και το αυγό του συντριβανιού φωνάζοντας, «πώς σε λένε;» Μου απαντάει, «μετά...» Ρίχνω, πάρ’ το κάτω το αυγό. Γυρνάω... είχε φύγει. Την είχα χάσει. Την είχα χάσει στο περίπτερο της σκοποβολής. Έτρεχα, έτρεχα σαν τρελός, σπρωχνόμουνα, με βρίζανε, μα την ξανάβρα ευτυχώς, στις μπουκάλες της σαμπάνιας. Αγοράζω κρίκους. Ένα σωρό κρίκους, τους πέταγα μαζί και της φώναζα, «πώς σε λένε;» Αυτή απαντούσε, «μετά... θα σ’ το πω μετά...» Ωπ! Πάμε μαζί στις κούνιες. Είναι αυτές οι τεράστιες κούνιες που ανεβαίνουν, ανεβαίνουν και ξανακατεβαίνουν. Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις... κατεβαίνεις και πεθαίνεις, χάνεσαι. Και την έχασα. Την ξανάχασα. Στις κούνιες κανείς! Το βράδυ έπεφτε, ανάβαν τα φώτα, οι σκιές χορεύανε και... την ξαναβρήκα! Ναι, την ξαναβρήκα στα ξύλινα άλογα. Μόλις ξεκίναγαν τα αλογάκια κι αυτή ανέβαινε. Ίσα που πρόλαβα να της φωνάξω, «Πες μου τ’ όνομά σου!» κι αυτή μου φώναξε, «Μετά θα σ’ το πω, θα σ’ το πω μετά...» Και παίρνει μπρος η ορχήστρα, η ορχήστρα οι άμαξες οι χρυσές οι λαμπίτσες τα λαμπιόνια και οι καθρέφτες. Μόνη πάνω σ’ ένα θηρίο της Αποκαλύψεως στροβιλιζόταν έως τον ουρανό και ξεστροβιλιζότανε ώς της Κόλασης τα Τάρταρα. Και σε κάθε βόλτα την έβλεπα μία πάνω ψηλά στο μπρούντζινο ον και μία κάτω και ξεκαρδιζότανε, ανεβοκατέβαινε και φώναζα εγώ, «Πες μου τ’ όνομά σου!» και μάντευα την απάντηση στα χείλη της.
Και την έχασα, να πώς την έχασα: Τη βρήκα στις βάφλες, την έχασα στη σκοποβολή. Την ξαναβρήκα στις σαμπάνιες, την έχασα στις κούνιες. Την ξαναβρήκα στο γύρο με τ΄άρματα τα χρυσα. Κι εκεί πάλι την έχασα.
Σε κάθε βόλτα την έβλεπα να γελά να ξεκαρδίζεται και να που τώρα οι άμαξες πάνε πιο αργά, σιγά σιγά, βραδαίνει ο γύρος. Η ορχήστρα σταματά, όλα σταματούν,εγώ πετιέμαι... το μπρούντζινο ον που μόλις πριν λίγο καβαλούσε, ήταν μπροστά μου. Αυτή όμως πουθενα! Πού είχε πάει; Την ξαναβρήκα μόνο για να τη χάσω... κι έτρεχα στο πανηγύρι, έτρεχα μες στη σκόνη και μέσα στις σκιές και φώναζα: «Μα πώς σε λένε;» Και δεν απαντούσε κανείς. Στο πανηγύρι την έχασα. Να μην πηγαίνετε στα πανηγύρια. Εκεί που κάποιον βρίσκεις, νά σου τον χάνεις. Εκεί που κάποιον συναντάς, νά που τον ψάχνεις. Διότι εγώ τώρα την ψάχνω! Της φωνάζω! Χεπ! Χεπ! Χεπ! Την ψάχνω! Την ψάχνω! Την ψάχνω! Την ψάχνω και δεν θα την ξαναβρώ ποτέ.
JEAN COCTEAU (1889-1963)
Μετάφραση Βίκος Ναχμίας
Απο το ΘΕΑΤΡΟ ΤΣΕΠΗΣ, εκδ. Άγρα, 2005
12 commentaires:
Αγαπητέ locus solus
Εγώ θα εξακολουθώ να πηγαίνω στα πανηγύρια. Γιατί ο χαμένος είμαι εγώ,αυτό το ασπάζομαι και το διεκδικώ, κι όπως λέει μια ψυχή, ας μην την ονομάσουμε τώρα, μόνο για τα πανηγύρια κάνω.
Την καλησπέρα μου!
@ άνθρωπος χωρίς ιδιότητες
Μην απελπίζεστε. Υπάρχει ένα πορτογαλέζικο ποιηματάκι που λέει:
perdi o púcaro / ganhei a fonte
(έχασα τη στάμνα / βρήκα την πηγή)
Χαιρετώ σας!
Locus solus
Και χαμένος και απελπισμένος πάει πολύ. Μην τα θέλουμε όλα δικά μας!
Λίγα και καλά!
Αντί σχολίου, σας παρακαλώ να μου πείτε, cher ami, πώς μπορώ να απολαύσω την "Μάγια σκιά". Ευτυχώς που ξεφυλλίζουμε πότε-πότε και κανένα παλιό "Διαβάζω"...
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΠΗΣ
Μ’ ένα σκοινί τον δέσανε για να μην πέσει χάμω
Μ’ ένα καρφί τον κάρφωσαν επάνω στην καρέκλα
Τον χτύπησαν πολλές φορές πριν σωριαστεί κατάχαμα
Είδηση που μαθεύτηκε τριάντα χρόνια αργότερα
Και κυκλοφόρησε αργά σαν τραίνο εμπορευμάτων
Κι ανάμεσα στις όμορφες γυναίκες της Αθήνας
Ένα κορίτσι νόστιμο που τίποτα δεν σκέπτεται
Κι όμως εγώ τη σκέπτομαι νύχτα και μέρα αδιάκοπα
Είναι της κάλτσας το κριτς κριτς στης γάμπας τη θηλιά
Ζεστή όπως τ’ αντρόγυνο που ζύμωσε η φραντζόλα
Είν’ ένα χέρι πονηρό που φτάνει ως το μηρό
Και προχωρούσε μόνο του χωρίς ν’ αποτραβιούνται
Της περιέργειας τα καλλίγραμμα ακουμπισμένα μπράτσα
Ένα πεδίο άσκησης για κανονιές αγάπης
Ένα πεδίο μαγνητικό γύρω απ’ τα δυο βυζιά.
@ lapsus memoriae
Τη ¨Μάγια Σκιά¨ μπορεί να την απολαύσει κανείς με καλβαντός ή αψέντι...
@ θείος μπάκακας
Thanks, θείο Άλεξ!
Βάζω το καλβαντός...
Εγώ που να βρώ -μπρρρρ!- το θείο Άλεξ!;
ωραία είναι στα πανηγύρια και τα λούνα παρκ, χάνει κανείς και χάνεται
συμβατικά.
ωραίο το ποίημα
@ γύφτισα
Χαίρομαι που σας άρεσε, αγαπητή Βοημή, μόνο που δεν είναι ποίημα...
Έχω την εντύπωση ότι απλά της άρεσε και το ποίημα του Βαλαωρίτη...
@ anonyme
Τότε να πάρω πίσω το σχόλιο...
@ γύφτισα
Sorry, μποέμισσα!
Enregistrer un commentaire