ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Ο ΑΘΩΟΣ
Το σπίτι ήταν έρημο, το έβαφαν και μόλις είχαν φύγει οι ελαιοχρωματιστές, κάποιος καθόταν στο πάτωμα και μοίραζε αδιάκοπα τα χαρτιά, «με κλέβει», μου λέει, και μού’ δειξε αντίκρυ μες στη σκιά , πιό εκεί έστεκε η Μαρία φοβισμένη, «κι αυτό το σπλαχνικό φως που πέφτει απ’ το παράθυρο, δεν είναι απόδειξη της μοιχείας;» φώναζε ο Ιωσήφ, καθώς αργότερα μπήκαμε στο μπαρ, άναβαν τα φώτα, πίσω απ’ το τζάμι καθόταν ο θλιμμένος μουσικός, «δεν ξέρω να παίζω», μου λέει, «αλλά το κάνω γι’ αυτόν» και μού’ δειξε τον ετοιμοθάνατο, ο διάδρομος ήταν σκοτεινός, ακουμπισμένοι στον τοίχο περιμέναμε τη σειρά μας κι όταν ύστερα μ’ άρπαξαν απ’ το γιακά και με πέταξαν στην πάροδο, «εγώ», τους λέω, «δεν είμαι ικανός για έγκλημα, ορίστε η απόδειξη», τράβηξα το σεντόνι και τους έδειξα το σκοτεινό κυπαρίσσι, «μ’ αυτό», τους λέω, «έζησα - τι να τους κάνω τους άλλους».
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1921-1988)
Απο το βιβλίο ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ, εκδ. Κέδρος, 1984