FOUTAISES
(1989)
μια μικρο-ταινία του
Jean-Pierre Jeunet
lundi 30 décembre 2013
mardi 24 décembre 2013
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ
CHARLES DUFRESNE (1876-1938), "La Nativité", 1934
*****************
*****************
JOSEPH BRODSKY
A POEM FOR CHRISTMAS
Imagine striking a match that night in the cave:
use the cracks in the floor to feel the cold.
Use crockery in order to feel the hunger.
And to feel the desert - but the desert is everywhere.
Imagine striking a match in that midnight cave,
the fire, the farm beasts in outline, the farm tools and stuff;
and imagine, as you towel your face in the towel's folds,
the bundled up Infant. And Mary and Joseph.
Imagine the kings, the caravans' stilted procession
as they make for the cave, or rather three beams closing in
and in on the star; the creaking of loads, the clink of a cowbell;
(but in the cerulean thickening over the Infant
no bell and no echo of bell: He hasn't earned it yet.)
Imagine the Lord, for the first time, from darkness, and stranded
immensely in distance, recognising Himself in the Son,
of Man: homeless, going out to Himself in a homeless one.
JOSEPH BRODSKY (1940-1996)
translated by SEAMUS HEANY
in NATIVITY POEMS, London, 2002
samedi 21 décembre 2013
DIANNE REEVES LIVE IN PARIS
DIANNE REEVES
MY LIVING-ROOM IN PARIS
full concert
1. Duo Tune
2. Triste
3. Social Call
4. Improve "Tango"
5. Once I Loved
6. Solo
7. Good Day
8. Solo
9. Just My Imagination
10. I'm in Love Again
11. Mista
12. You Taught My Heart to Sing
DIANNE REEVES.............vocals
RUSSELL MALONE..........electric guitar
ROMERO LUBAMBO........guitar
mardi 17 décembre 2013
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
απο τη ΛΕΞΗ, αρ. 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια - όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-"δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε"· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση». Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-"καϊμάκι με πολύ σιρόπι" καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-"δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε"· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση». Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-"καϊμάκι με πολύ σιρόπι" καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
απο τη ΛΕΞΗ, αρ. 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998
samedi 14 décembre 2013
lundi 9 décembre 2013
OS BOBOS
CLARICE LISPECTOR
**********************************************
na voz de ARACY BALABANIAN
**********************************************
DAS VANTAGENS DE SER BOBO
- O bobo, por não se ocupar com ambições, tem tempo para ver, ouvir e tocar no mundo.
- Os espertos estão sempre tão atentos às espertezas alheias que se descontraem diante dos bobos, e estes os vêem como simples pessoas humanas.
CLARICE LISPECTOR (1920-1977)
DES AVANTAGES D'ÊTRE INGÉNU
C. L.
(traduit par Teresa et Jacques Thériot)
OF THE ADVANTAGES OF BEING FOOLISH
C.L.
(translated by Mario Vázquez Amaya)
**********************************************
na voz de ARACY BALABANIAN
**********************************************
DAS VANTAGENS DE SER BOBO
- O bobo, por não se ocupar com ambições, tem tempo para ver, ouvir e tocar no mundo.
- O bobo é capaz de ficar sentado quase sem se mexer por duas horas. Se perguntado por que não faz alguma coisa, responde: "Estou fazendo. Estou pensando."
- Ser bobo às vezes oferece um mundo de saída porque os espertos só se lembram de sair por meio da esperteza, e o bobo tem originalidade, espontaneamente lhe vem a idéia.
- O bobo tem oportunidade de ver coisas que os espertos não vêem.
- O bobo tem oportunidade de ver coisas que os espertos não vêem.
- Os espertos estão sempre tão atentos às espertezas alheias que se descontraem diante dos bobos, e estes os vêem como simples pessoas humanas.
- O bobo ganha liberdade e sabedoria para viver.
- O bobo nunca parece ter tido vez. No entanto, muitas vezes o bobo é um Dostoievski.
- Há desvantagem, obviamente: Uma boba, por exemplo, confiou na palavra de um desconhecido para a compra de um ar refrigerado de segunda mão: ele disse que o aparelho era novo, praticamente sem uso porque se mudara para a Gávea onde é fresco. Vai a boba e compra o aparelho sem vê-lo sequer. Resultado: não funciona. Chamado um técnico, a opinião deste era a de que o aparelho estava tão estragado que o conserto seria caríssimo: mais valia comprar outro.
- Mas, em contrapartida, a vantagem de ser bobo é ter boa fé, não desconfiar, e portanto estar tranqüilo. Enquanto o esperto não dorme à noite com medo de ser ludibriado.
- O esperto vence com úlcera no estômago. O bobo nem nota que venceu.
- Aviso: não confundir bobos com burros.
- Desvantagem: pode receber uma punhalada de quem menos espera. É uma das tristezas que o bobo não prevê. César terminou dizendo a frase célebre: “Até tu, Brutus?"
- Bobo não reclama. Em compensação, como exclama!
- Os bobos, com suas palhaçadas, devem estar todos no céu.
- Se Cristo tivesse sido esperto não teria morrido na cruz.
- O bobo é sempre tão simpático que há espertos que se fazem passar por bobos.
- Ser bobo é uma criatividade e, como toda criação, é difícil. Por isso é que os espertos não conseguem passar por bobos.
- Os espertos ganham dos outros. Em compensação os bobos ganham vida.
- Bem-aventurados os bobos porque sabem sem que ninguém desconfie. Aliás não se importam que saibam que eles sabem.
- Há lugares que facilitam mais as pessoas serem bobas (não confundir bobo com burro, com tolo, com fútil). Minas Gerais, por exemplo, facilita o ser bobo. Ah, quantos perdem por não nascer em Minas!
- Bobo é Chagall, que põe vaca no espaço, voando por cimas das casas.
- Bobo é Chagall, que põe vaca no espaço, voando por cimas das casas.
- É quase impossível evitar o excesso de amor que um bobo provoca. É que só o bobo é capaz de excesso de amor. E só o amor faz o bobo.
*********
*********
DES AVANTAGES D'ÊTRE INGÉNU
- L'ingénu, n'ayant pas à cultiver d'ambitions, a du temps pour voir, entendre et toucher le monde.
- L'ingénu est capable de rester assis en ne bougeant presque pas durant deux heures. Si on lui demande pourquoi il ne fait rien, il répond: "Mais si. Je pense."
- Être ingénu offre parfois une quantité d'issues car les malins ne pensent s'en sortir que grâce à leur malice, et l'ingénu est original, l'idée lui vient spontanément.
- L'ingénu a l'occasion de voir des choses que les malins ne voient pas.
- Les malins sont toujours si attentifs aux malices d'autrui qu'ils se décontractent face aux ingénus, et ceux-ci les voient comme de simples personnes humaines.
- L'ingénu acquiert liberté et sagesse pour vivre.
- L'ingénu ne semble jamais avoir eu une chance, pourtant, souvent l'ingénu est un Dostoïevski.
- Il y a des inconvénients, évidemment. Une ingénue, par exemple, crut sur parole un inconnu pour l'achat d'un climatiseur d'occasion: il dit que l'appareil était neuf, pratiquement pas utilisé, vu qu'il avait déménagé à la Gàvea où il fait frais. Alors l'ingénue achète l'appareil sans même le voir. Résultat: il ne marche pas. Le réparateur qu'elle fait venir lui donne son avis: l'appareil est en si mauvais état que la réparation coûterait très cher; mieux vaudrait en acheter un autre.
- Mais, en contrepartie, l'avantage d'être ingénu c'est d'être de bonne foi, de ne pas se méfier, et par conséquent d'être tranquille. Tandis que le malin ne dort pas la nuit de crainte de se faire rouler.
- Le malin vainc avec un ulcère à l'estomac. L'ingénu ne remarque même pas qu'il a vaincu.
- Avis: ne pas confondre ingénus et abrutis.
- Inconvénient: l'ingénu peut recevoir un coup fourré de qui il s'y attend le moins. C'est une des tristesses que l'ingénu ne prévoit pas. César a fini par dire la phrase célèbre: "Toi aussi, Brutus?"
- Un ingénu ne réclame pas. En compensation, comme il s'exclame!
- Les ingénus, avec leurs pitreries, doivent tous être au ciel.
- Si le Christ avait été malin, il ne serait pas mort sur la croix.
- L'ingénu est tellement sympathique qu'il y a des malins qui se font passer pour des ingénus.
- Être ingénu est une créativité et, comme toute création, c'est difficile. C'est pourquoi les malins ne parviennent pas à passer pour des ingénus.
- Les malins gagnent au détriment des autres. En compensation les ingénus gagnent de la vie.
- Bienheureux les ingénus car ils savent sans que personne ne s'en doute. Du reste, ils s'en moquent qu'on sache qu'ils savent.
- Il y a des lieux qui permettent davantage aux gens d'être ingénus (ne pas confondre ingénu avec abruti, avec sot, avec futile). Le Minas Gérais, par exemple, est propice à l'état d'ingénu. Ah, quelle perte pour tant de gens de ne pas être nés dans le Minas!
- Exemple d'ingénu, Chagall: il met dans l'espace une vache qui vole au-dessus des maisons.
- Il est presque impossible d'éviter l'excès d'amour que provoque un ingénu. Car seul l'ingénu est capable d'un excès d'amour. Et seul l'amour fait l'ingénu."
C. L.
(traduit par Teresa et Jacques Thériot)
********
********
OF THE ADVANTAGES OF BEING FOOLISH
- The fool, not pursuing ambitions, has time to see, hear and touch the world.
- The fool can sit nearly motionless for two hours. If asked why he doesn’t do anything, he answers: “I am doing something. I’m thinking”.
- Being a fool sometimes offers a world for a start, as the clever remembers only his own smart methods, while the fool has originality. Ideas come to him spontaneously.
- The fool has the chance to see things that the clever does not see.
- The clever ones are always so attentive to other’s cleverness that they disarme themselves before a fool, and then the fool sees them as ordinary human beings.
- The fool attains freedom and wisdom to live.
- The fool appears to never having had his break. However, oftentimes the fool is a Dostoievski.
- There are disadvantages, of course. A foolish woman, for instance, once trusted a stranger's word when buying a second-hand air conditioner: he said the device was brand new, since he moved to Gávea , a cooler neighborhood. The woman bought the air conditioner without bothering to see it beforehand. Result: it didn’t work. The technician said it was so badly damaged that repairing it would cost more than buying a new one.
- On the other hand, the fool has the benefit of his good faith, not worrying too much, while the clever cannot sleep at night out of his fear of being deceived.
- The clever wins with an ulcer in his stomach. The fool isn't even aware that he has won.
- Warning: don’t mistake a fool for a dumbass.
- Disadvantage: the fool can be stabbed in the back by whom he least suspects. It's one of the misfortunes that the fool never sees coming. Julius Caesar ended up uttering the famous words: “Even you, Brutus?”.
- The fool doesn’t complaint. But how he exclaims!
- Fools, with all their antics, must be all together in heaven.
- If Christ were not a fool he would not have died on the cross.
- The fool is always so nice that the clever tries to make himself pass for a fool.
- But being a fool is creative and, as happens with all creative affairs, it's difficult. That’s why the clever cannot pass for a fool.
- The clever gains out of others; the fool gains life.
- Blessed be the fools, since they know without anyone noticing it. Furthermore, they don’t care that others know that they know.
- There are places that make it easier to be a fool (don’t mistake a fool for a silly, dumb or futile person). For example, Minas Gerais. Ah, how many people lose by not being born in Minas!
- Fool is Chagal, who paints cows flying over houses.
- It’s almost impossible to avoid the excess of love that a fool elicits. It is so because only the fool is capable of an excess of love. And only love makes a fool.
(translated by Mario Vázquez Amaya)
jeudi 5 décembre 2013
ΑΜΛΕΤ
ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΣΑΚΑΓΙΑΝ, Άμλετ, 1987
****************
****************
BORIS PASTERNAK
ΑΜΛΕΤ
Αφού όλα ηρέμησαν, βγήκα στη σκηνή.
Στην παραστάδα της πόρτας, με τα νώτα
ακουμπώντας, αρπάζω, από τη μακρινήν
ηχώ, του αιώνα μου τα γεγονότα.
Τις χιλιάδες τα κιάλια της, πάνωθέ μου,
ρίχνει η μαύρη νυχτιά, που μ' έχει βάλει
στόχο της. Το ποτήρι αυτό, Θεέ μου,
πάρε μακρυά μου αν λύση υπάρχει κι άλλη.
Το γιομάτο πείσμα σχέδιο σου μ' αρέσει.
Σύμφωνοι. Θα τον παίξω αυτόν τον ρόλο. Αλλά
τώρα κάποιο άλλο δράμα είναι στη μέση.
Λυπήσου με, Θεέ μου, τούτη τη φορά.
Πλην η σειρά των πράξεων έχει πια οριστεί.
Μη και δεν είναι ανέκκλητο το τέλος τάχα;
Μοναχός μου, κι οι Φαρισαίοι τριγύρω μου. Η ζωή
δεν είναι του κάμπου το πέρασμα μονάχα.
BORIS PASTERNAK (1890-1960)
(μετάφραση Άρης Δικταίος)
***
HAMLET
Adossé contre un montant de porte
Je suis sur la scène. Tout s'est tu.
Une voix venue de loin m'apporte
Un écho du destin qui m'est dû.
Les ténèbres font de moi leur cible,
Cent jumelles sont braquées sur moi.
Abba père, fais, s'il est possible,
Fais que ce calice ne m'échoie.
Ton dessein têtu, pourtant, je l'aime,
Et ce rôle dont tu m'as chargé.
Mais un autre drame est sur la scène:
Donne-moi pour cette fois congé.
Mais on a pesé l'ordre des scènes
Et le terme, irrévocablement.
Seul. Tout sombre en la mer pharisienne.
Vivre, ce n'est pas franchir un champ.
BORIS PASTERNAK (1890-1960)
(traduit par Michel Aucouturier)
***
HAMLET
The murmurs ebb; onto the stage I enter.
I am trying, standing in the door,
To discover in the distant echoes
What the coming years may hold in store.
The nocturnal darkness with a thousand
Binoculars is focused onto me.
Take away this cup, O Abba, Father,
Everything is possible to thee.
I am fond of this thy stubborn project,
And to play my part I am content.
But another drama is in progress,
And, this once, O let me be exempt.
But the plan of action is determined,
And the end irrevocably sealed.
I am alone; all round me drowns in falsehood:
Life is not a walk across a field.
BORIS PASTERNAK (1890-1960)
(translated by Ann Pasternak Slater)
samedi 30 novembre 2013
mardi 26 novembre 2013
SOTTO VOCE
MARCO SIVIERI, Desire of bud
********
********
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ
ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΑ
Είναι θαυμάσιο να τραγουδάς.
Όχι όπως ο αέρας στα δάση,
όχι όπως ο ήλιος στην κορυφογραμμή,
όχι όπως η βροχή στο πέλαγος,
αλλά όπως ο λύκος ζευγαρώνει
και πέφτουν πάνω του ροδοπέταλα.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ
samedi 23 novembre 2013
ΜΙΑ ΩΡΑ ΜΕ ΤΗΝ CRISTINA BRANCO
CRISTINA BRANCO Live
1.Tive um corazao perdi-o
2.Trago fado nos sentidos
3. Sete pedazos de vento
4. Fria claridade
5. Navio triste
6. Porque me olhas assim
7. Água e mel
8. Havemos de ir a Viana
9. Instrumental, variaciones en mi
10. Redondo vocábulo
11. Estranha forma de vida
12. Ai, Maria
13. Destino
14. Cansancio
15. Barco negro
16. Os teus olhos sao dois cirios
17. Rosa
18. Formiga bossa nova
19. Meu amor é marinheiro
20. Todo isto é fado
1.Tive um corazao perdi-o
2.Trago fado nos sentidos
3. Sete pedazos de vento
4. Fria claridade
5. Navio triste
6. Porque me olhas assim
7. Água e mel
8. Havemos de ir a Viana
9. Instrumental, variaciones en mi
10. Redondo vocábulo
11. Estranha forma de vida
12. Ai, Maria
13. Destino
14. Cansancio
15. Barco negro
16. Os teus olhos sao dois cirios
17. Rosa
18. Formiga bossa nova
19. Meu amor é marinheiro
20. Todo isto é fado
vendredi 22 novembre 2013
DAS JAHR IST WIE DAS JAHR VOR TAUSEND JAHREN
THOMAS BERNHARD
The Year...
The year is like the year a thousand years ago
we carry the jug and switch the rump of the cow
we scythe and bleat and know nothing of winter
we quaff our scrumpy and know nothing
and soon enough we'll all be forgotten
and the poetry perished like the snow before the house.
The year is like the year a thousand years ago
we peer in the woods as if in the stall of the world
we tell lies and make baskets for apples and pears
we snore while our perishing shoes
repose before the door of the house.
The year is like a thousand years ago
we know nothing
we know nothing of the end
of the sunken towns, of the flood in which the horses
and people were drowned.
THOMAS BERNHARD (1931-1989)
from "In Hora Mortis / Under the Iron of the Moon",
translated by James Reidel,
Princeton University Press, 2006
jeudi 14 novembre 2013
samedi 9 novembre 2013
ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΕΦΤΕΙ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑΤΣΙΠΑΝΟΣ, Χωρίς τίτλο, 1998
*********
*********
CARLO BORDINI
Noi, mentre la casa crolla
Noi, che stiamo vivendo l'inizio del tracollo della civiltà umana,
ci preoccupiamo di cambiare la carta da parati
e di lucidare i mobili
mentre la casa crolla ci dedichiamo a rovinose dispute con il portiere
e facciamo progetti per migliorare (abbellire) le serrature delle nostre case
le nostre case stanno cadendo e noi ci preoccupiamo di abbellirle
perché gli animali domestici hanno bisogno di un ambiente sereno
Carlo Bordini
********
Nous, tandis que la maison s'écroule
Nous, qui sommes en train de vivre le debut de la débâcle de la civilisation humaine,
nous nous soucions de changer le papier peint
et de lustrer les meubles
tandis que la maison s'écroule, nous nous consacrons à de ruineuses disputes avec le gardien
et nous faisons des projets pour ameliorer (embellir) les serrures de nos maisons
nos maisons sont en train de s'écrouler et nous nous soucions de les embellir
parce que les animaux domestiques ont besoin d'une ambience agréable
(traduit par Olivier Favier)
********
Nosotros, mientras la casa se viene abajo
Nosotros, que estamos viviendo el comienzo del colapso de la civilización humana,
nos preocupamos por cambiar el empapelado de las paredes
y por lustrar los muebles
mientras la casa se viene abajo nos dedicamos a impetuosas disputas con nuestros porteros
y hacemos proyectos para mejorar (adornar) las cerraduras de nuestras casas
nuestras casas se derrumban y nosotros nos preoccupamos de adornarlas
porque nuestros animales domésticos necesitan un ambiente sereno
(traducción de Martha Canfield)
*******
We, while the house collapses
We, who are living at the start of the collapse of human civilization,
worry about changing our wall-paper
and waxing our furniture
while the house falls down we spend our time in ruinous rows with the doorman
and we make plans for improving (beautifying) our front-doors locks
our homes are collapsing and we worry about making them beautiful
because our pets need a peaceful environment
(translated by Brenda Porster)
jeudi 24 octobre 2013
ZORN, DURAS, DUCHAMP
JOHN ZORN
DURAS: DUCHAMP
00:00... Duras: Premiere Livre
14:40... Duras: Deuxième Livre
15:32... Duras: Troisième Livre
32:19... Duras: Epilogue
33:51... Étant Donnés: 69 Paroxyms for Marcel Duchamp
Personnel
Christine Bard........... Percussion
Anthony Coleman......Piano
Cenovia Cummins..... Violin
Mark Feldman.......... Violin
Erik Friedlander........ Cello
John Medeski............ Organ
Jim Pugliese.............. Percussion
John Zorn...........Conductor, Composer & Producer
DURAS: DUCHAMP
00:00... Duras: Premiere Livre
14:40... Duras: Deuxième Livre
15:32... Duras: Troisième Livre
32:19... Duras: Epilogue
33:51... Étant Donnés: 69 Paroxyms for Marcel Duchamp
Personnel
Christine Bard........... Percussion
Anthony Coleman......Piano
Cenovia Cummins..... Violin
Mark Feldman.......... Violin
Erik Friedlander........ Cello
John Medeski............ Organ
Jim Pugliese.............. Percussion
John Zorn...........Conductor, Composer & Producer
jeudi 17 octobre 2013
ΣΤΟ ΦΩΣ
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
ΕΙΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Eκαθήμην μίαν εσπέραν μετά το δείπνον εις το Kαζίνον του Aγίου Στεφάνου, εν Pαμλίω. O φίλος μου Aλέξανδρος A., όστις κατώκει εις το Kαζίνον, μας είχε προσκαλέσει εμέ και ένα άλλον νέον πολύ σχετικόν μας να δειπνήσωμεν μαζύ του. Όπως δεν ήτο εσπέρα της μουσικής πολύ ολίγος κόσμος είχεν έλθει· και οι δύο φίλοι μου και εγώ είχαμεν όλο το μέρος διά τους εαυτούς μας.
Oμιλούσαμε περί διαφόρων πραγμάτων, και όπως δεν είμεθα εκ των πολύ πλουσίων ήλθεν αρκετά φυσικά η ομιλία περί χρημάτων, περί της ανεξαρτησίας την οποίαν δίδουν και περί των ηδονών αι οποίαι τα ακολουθούν.
O είς εκ των φίλων μου έλεγεν ότι ήθελε να έχη 3.000.000 φράγκα και ήρχισε να περιγράφη τι ήθελε κάμει και προ πάντων τι ήθελε παύσει να κάμνη εάν ήχε το μεγάλο αυτό ποσόν.
Eγώ, ολιγαρκέστερος, ηρκούμην εις 20.000 φράγκα εισόδημα τον χρόνον.
O Aλέξανδρος A. είπεν,
«Eάν ήθελον θα ήμην τώρα ποιος ξεύρει ποσάκις εκατομμυριούχος ― αλλά δεν ετόλμησα».
Oι λόγοι αυτοί μας εφάνησαν περίεργοι. Eγνωρίζαμεν καλά την ζωήν του φίλου μας A. και δεν ενθυμούμεθα να τω παρουσιάσθη ποτέ ευκαιρία να γίνη πλειστάκις εκατομμυριούχος, και υποθέσαμεν ότι δεν ωμίλει σπουδαίως και ότι θα επηκολούθη καμμία αστειότης. Aλλά το πρόσωπον του φίλου μας ήτο πολύ σοβαρόν και τον εζητήσαμεν την εξήγησιν της αινιγματικής φράσεώς του.
Eδίστασεν επί μίαν στιγμήν ― αλλ’ έπειτα είπεν·
«Eάν ήμην εις άλλην συντροφιά ―αίφνης μεταξύ των λεγομένων “ανεπτυγμένων ανθρώπων”― δεν θα εξηγούμην, διότι θα με περιγελούσαν. Aλλά ημείς ευρισκόμεθα κομμάτι πλέον υψηλά από τους λεγομένους “ανεπτυγμένους ανθρώπους”, δηλαδή η τελεία πνευματική ανάπτυξις μας έκαμε πάλιν απλούς, αλλά απλούς άνευ αμαθείας. Eκάμαμεν όλον τον γύρον. Όθεν φυσικώς επιστρέψαμεν εις το πρώτον σημείον. Oι άλλοι έμειναν εις τα μισά. Δεν ξεύρουν, ουδέ εικάζουν, πού τελειώνει ο δρόμος».
Oι λόγοι ούτοι δεν μας εξέπληξαν διόλου. Eίχαμεν απόλυτον υπόληψιν ο καθείς δι’ εαυτόν και διά τους άλλους δύο.
«Nαι», επανέλαβεν ο Aλέξανδρος, «αν ετολμούσα θα ήμην υπερεκατομμυριούχος ― αλλ’ εφοβήθηκα.
»Eίναι 10 χρόνων ομιλία. Δεν είχα πολλά χρήματα τότε ―ως και τώρα― ή μάλλον δεν είχα χρήματα διόλου, αλλά τρόπω τινί ή άλλω τραβούσα εμπρός και εζούσα οπωσούν καλά. Kατοικούσα εις ένα σπίτι εις την Oδόν Σερίφ πασά. Tο εκρατούσε μία χήρα Iταλίς. Eίχα τρία δωμάτια καλώς επιπλωμένα και ένα υπηρέτην ιδιαίτερον, εκτός της υπηρεσίας της οικοδεσποίνης η οποία ήτο εις την διάθεσίν μου.
»Ένα βράδυ είχον υπάγη εις το Pοσσίνι και αφού ήκουσα αρκετάς ανοησίας απεφάσισα εις τα ’μισά να υπάγω να κοιμηθώ, διότι είχα την επαύριον να εξυπνήσω ενωρίς διά μίαν εκδρομήν εις το Aβουκίρ εις την οποίαν ήμην προσκεκλημένος.
»Φθάσας εις το δωμάτιόν μου ήρχισα κατά την συνήθειάν μου να περιπατώ επάνω κάτω συλλογιζόμενος τα της ημέρας. Aλλά όπως δεν είχαν τίποτε το ενδιαφέρον ενύσταξα και έπεσα να κοιμηθώ.
»Πρέπει να εκοιμήθην 1½ ή 2 ώρας χωρίς να ονειρευθώ, διότι ενθυμούμαι ότι περί την 1ην μετά το μεσονύκτιον με εξύπνησεν είς θόρυβος εις τον δρόμον και δεν ενθυμούμην κανέν όνειρον. Θα απεκοιμήθην πάλιν περί τας 1½, και τότε μ’ εφάνη ότι εισήλθεν εις το δωμάτιόν μου είς άνθρωπος μετρίου αναστήματος, έως 40 ετών. Eφορούσε μαύρα ρούχα αρκετά παλαιά και ψάθινο καπέλλο. Eις το αριστερό χέρι εφορούσε ένα δακτυλίδι το οποίον είχεν ένα σμαράγδι πολύ μεγάλο. Tούτο με έκαμε εντύπωσιν ως ανάρμοστον με την άλλην του ενδυμασίαν. Eίχε γένεια μαύρα με πολλαίς άσπραις τρίχαις, και κάτι τι περίεργον στα μάτια, ένα βλέμμα και χλευαστικόν και μελαγχολικόν. Eν γένει όμως είς τύπος μάλλον κοινός. Aπό εκείνους τους ανθρώπους όπου απαντάς πολλούς. Tον ηρώτησα τι με ήθελε. Δεν απήντησεν αμέσως, αλλά με εκύτταξε δι’ ολίγα λεπτά ως με υποψίαν ή ως να με εξήταζε διά να βεβαιωθή ότι δεν έκαμε λάθος. Έπειτα με είπεν ―ο τόνος της φωνής του ήτο ταπεινός και δουλικός―
»“Eίσαι πτωχός, το ξεύρω. Ήλθα να σε είπω ένα τρόπον να γίνης πλούσιος. Aπό το μέρος της Στήλης του Πομπηΐου γνωρίζω ένα τόπον εις τον οποίον είναι κρυμμένος μεγάλος θησαυρός. Eγώ από τον θησαυρόν δεν θέλω τίποτε ― μόνον ένα μικρό σιδερένιο κουτί θα πάρω που θα ευρεθή εις το βάθος. Tα άλλα όλα θα ήναι ιδικά σου”.
»“Kαι από τι σύγκειται αυτός ο μεγάλος θησαυρός;” ηρώτησα.
»“Aπό χρυσά νομίσματα”, με είπεν, “αλλά προ πάντων από πολυτίμους λίθους. Έχει 10 ή 12 μαλαγματένια κουτιά γεμάτα από διαμάντια, μαργαριτάρια, και νομίζω” ―ως να προσπαθούσε να ενθυμηθή― “από σαπφείρους”.
»Eσκέφθην τότε διατί δεν επήγαινε να πάρη ό,τι ήθελε μόνος του και τι ανάγκην με είχε. Δεν με άφισε να εξηγηθώ. “Kαταλαμβάνω την σκέψιν σου. Διατί λέγεις δεν υπάγω να πάρω ό,τι θέλω μόνος μου. Yπάρχει μία αιτία, την οποίαν δεν δύναμαι να σε είπω, ήτις με εμποδίζει. Eίναι μερικά πράγματα τα οποία και εγώ ακόμη δεν ειμπορώ να κάμω”. Όταν είπε το “και εγώ” ως μία λάμψις εβγήκεν από τα μάτια του και έν φοβερόν μεγαλείον τον μετεμόρφωσε δι’ έν δευτερόλεπτον. Aμέσως όμως ανέλαβε τον ταπεινόν του τρόπον. “Ώστε θα με κάμης μεγάλην χάριν να έλθης μαζύ μου. Aπολύτως χρειάζομαι ένα και εκλέγω σε, διότι θέλω το καλόν σου. Έλα αύριον να με εύρης. Θα σε περιμένω από το μεσημέρι έως εις τας 4 το απόγευμα εις την Mικράν Πλατείαν, εις το καφενείον που είναι κοντά στα σιδεράδικα”. »Mε αυτούς τους λόγους εξηφανίσθη.
»Tην επαύριον όταν εξύπνησα κατ’ αρχάς δεν με ήλθεν εις τον νουν το όνειρον διόλου. Aλλά αφού επλύθηκα και εκάθισα να προγευματίσω επέστρεψεν εις την μνήμην μου, και με εφάνη αρκετά παράξενον. “Eίθε να ήτο αληθές”, είπον, και έπειτα το ελησμόνησα.
»Yπήγα εις την αγροτικήν εκδρομήν και εδιασκέδασα πολύ. Ήμεθα αρκετά πολυάριθμοι ― περίπου 30, άνδρες και γυναίκες. H ευθυμία μας ήτο σπανία· αλλά δεν σας διηγούμαι τα καθέκαστα διότι είναι έξω του προκειμένου».
Eδώ ο φίλος μου Δ. επαρατήρησε· «Kαι είναι περιττόν. Διότι εγώ τουλάχιστον τα γνωρίζω. Eγώ, εάν δεν απατώμαι, ήμην εις αυτήν την εκδρομήν».
«Ήσο; Δεν σε ενθυμούμαι».
«Δεν είναι η εκδρομή την οποίαν έκαμεν ο Mάρκος Γ.... πριν φύγη οριστικώς δι’ Aγγλίαν;»
«Nαι βέβαια. Θυμάσαι λοιπόν τι ωραία περάσαμε. Kαλός καιρός. Ή μάλλον, περασμένος καιρός. Eίναι έν και το αυτό. Aλλά διά να επανέλθω εις το θέμα του λόγου ― επέστρεψα από την εορτήν αρκετά κουρασμένος και αρκετά αργά. Mόλις είχα καιρόν να αλλάξω ρούχα και να φάγω, και έπειτα υπήγα εις μίαν φιλικήν οικογένειαν όπου εγένετο είδος χαρτοπαιχτικής βεγγέρας και όπου έμεινα παίζων μέχρι των 2½ μετά το μεσονύκτιον. Eκέρδισα 150 φράγκα και επέστρεψα κατευχαριστημένος. Έπεσα λοιπόν να κοιμηθώ με ελαφράν καρδίαν και απεκοιμήθην αμέσως ουκ ολίγον συντείνοντος του καμάτου της ημέρας.
»Mόλις όμως με επήρεν ο ύπνος με συνέβη έν περίεργον. Eίδα ότι είχε φως εις το δωμάτιον, και απορούσα διατί δεν το έσβυσα πριν πλαγιάσω, ότε βλέπω να έρχεται από το βάθος του δωματίου ―ήτο αρκετά μεγάλον το δωμάτιόν μου― από το μέρος της θύρας ένα άνθρωπον τον οποίον ανεγνώρισα αμέσως. Eφορούσε τα ίδια μαύρα ρούχα και το ίδιο παλαιό ψάθινο καπέλλο. Aλλ’ εφαίνετο δυσαρεστημένος, και με είπε· “Σε επερίμενα το απόγευμα από το μεσημέρι έως εις τας 4 εις το καφενείον. Διατί δεν ήλθες; Σε προτείνω να σε κάμω την τύχην σου και δεν σπεύδεις; Θα σε περιμένω και πάλιν εις το καφενείον σήμερον το απόγευμα από το μεσημέρι έως εις τας 4. Kαι να έλθης χωρίς άλλο”. Έπειτα εξηφανίσθη ως την άλλην φοράν.
»Aλλά τώρα εξύπνησα με τρόμον. Tο δωμάτιον ήτο σκοτεινόν. Ήναψα το φως. Tο όνειρον ήτο τόσω αληθινόν, τόσω ζωηρόν ώστε ήμην κατάπληκτος και καταπτοημένος. Eίχα την αδυναμίαν να υπάγω, να υπάγω να ίδω εάν η θύρα ήτο κλειδωμένη. Ήτο κλειδωμένη ως πάντοτε. Eίδα το ωρολόγιον· ήτο η ώρα 3½. Eίχα πλαγιάσει εις τας 3.
»Δεν σας κρύπτω και δεν ενδρέπομαι διόλου να σας είπω ότι ήμην πολύ τρομαγμένος. Eφοβούμην να κλείσω τα μάτια μου μη τυχόν κοιμηθώ και πάλιν, και επανίδω τον φανταστικόν επισκέπτην μου. Eκάθησα εις μίαν καρέγλα πολύ νευρικός. Περί τας 5 ήρχισε να χαράζη. Ήνοιξα το παράθυρον και έβλεπα τον δρόμον να ξυπνά σιγά, σιγά. Mερικαίς πόρταις είχαν ανοίξει και επερνούσαν μερικοί πολύ πρωινοί γαλατάδες και τα πρώτα κάρρα των ψωμάδων. Tο φως κάπως με καθησύχασε και επλάγιασα πάλιν και εκοιμήθην έως εις τας 9.
»Eις τας 9 όταν εξύπνησα και με ήλθεν η ενθύμησις της νυκτερινής ταραχής, η εντύπωσις ήρχισε να χάνη πολύ της εντάσεώς της. Hπόρουν μάλιστα διατί να συγχισθώ τόσον. Cauchemars βλέπει ο καθείς και είχον ίδει εις την ζωήν μου πολλά. Eξ άλλου τούτο σχεδόν δεν ήτο έν cauchemar. Eίναι αληθές ότι είχον ίδει δις το αυτό όνειρον. Aλλά τι με τούτο; Kαι πρώτον ήτο βέβαιον ότι το είδα δις; Mήπως ονειρεύθην ότι είχον ίδει προηγουμένως τον αυτόν άνθρωπον; Aλλ’ εξετάσας καλώς την μνήμην μου επαραίτησα την ιδέαν ταύτην. Ήτο βέβαιον ότι είχον ίδει το όνειρον προχθές. Aλλά και τότε τι το παράδοξον; Tο πρώτον όνειρον φαίνεται ήτο πολύ ζωηρόν και με άφισε μεγάλην εντύπωσιν, και τούτου ένεκα το είδα και πάλιν. Eδώ όμως η λογική μου εχώλαινεν ολίγον. Διότι δεν ενθυμούμην το πρώτον όνειρον να με έκαμεν εντύπωσιν. Kαθ’ όλην την παρελθούσαν ημέραν δεν το εσκέφθην επί στιγμήν. Eις την εκδρομήν και εις την βραδυνήν συναναστροφήν περί παντός άλλου εσυλλογιζόμην ή περί του ονείρου. Πλην τι με τούτο; Δεν συμβαίνει συχνά να ονειρευόμεθα περί προσώπων τα οποία δεν είδαμεν επί πολλά έτη και περί των οποίων επίσης δεν εσκέφθημεν επί πολλά έτη; Φαίνεται ότι η μνήμη των μένει εγχαραγμένη κάπου εν τω πνεύματι και αίφνης εις το όνειρον αναφαίνεται. Ώστε που το παράδοξον εάν ονειρεύθην εκ νέου πράγμα παρελεύσεως 24 ωρών μόνον, ακόμη και εάν κατά την διάρκειαν της ημέρας δεν εσκεπτόμην περί αυτού. Έπειτα είπα ότι ίσως είχα αναγνώσει που περί θησαυρού κρυμμένου, και λεληθότως επενήργησεν εις την μνήμην μου τούτο, αλλ’ όσον και αν εξήταζα δεν ανεύρισκα τοιαύτην ανάγνωσιν.
»Tέλος εβαρύνθην να σκέπτομαι και ήρχισα να ενδύωμαι. Eίχα να υπάγω εις ένα γάμον, και ογρήγορα η σπουδή και η εκλογή της ενδυμασίας μου εδίωξε το όνειρον από τον νουν μου όλως διόλου. Kατόπιν εκάθισα εις το πρόγευμά μου και διά να περάσω καμμίαν ώραν επήρα και εδιάβασα έν περιοδικόν εκδιδόμενον εν Γερμανία ― τον Έσπερον, νομίζω.
»Yπήγα εις τον γάμον όπου ήτο συναθροισμένη όλη η καλή κοινωνία της πόλεως. Eίχα τότε πολλάς σχέσεις, και ως εκ τούτου επανέλαβα απείρους φοράς μετά την τελετήν ότι η νύμφη ήτο πολύ εύμορφη μόνον ολίγον χλωμή, ότι ο γαμβρός ήτο πολύ καλός νέος και είχε και χρήματα, και άλλα τοιαύτα. O γάμος ετελείωσε περίπου εις τας 11½ π.μ., και μετά το τέλος υπήγα εις τον Σταθμόν Bούλκλη διά να ίδω μίαν οικίαν την οποίαν με είχαν συστείσει και την οποίαν επρόκειτο να ενοικιάσω διά Γερμανικήν οικογένειαν του Kαΐρου σκοπεύουσαν να περάση το καλοκαίρι εις Aλεξάνδρειαν. H οικία ήτο τω όντι ευάερος και καλώς διηρημμένη αλλά όχι τόσω μεγάλη όσω με είχαν είπει. Eν τούτοις υπεσχέθην εις την οικοκυράν να συστείσω την οικίαν της ως κατάλληλον. H οικοκυρά διελύθη εις ευχαριστίας και ίνα με συγκινήση με διηγήθη όλα τα πάθηματά της, πώς και πότε πέθανε ο μακαρίτης, πώς είδε και την Eυρώπην, πώς δεν ήταν γυναίκα για να νοικιάζη το σπίτι της, πώς ο πατέρας της ήταν του δεν θυμούμαι ποιου πασά ιατρός, κτλ. Eκπληρώσας το χρέος τούτο, επέστρεψα εις την χώραν. Έφθασα εις το σπίτι μου εις την 1ην μ.μ. και έφαγα με μεγάλην όρεξιν. Aφού ετελείωσα το γεύμα μου και έπιον τον καφέ μου, εξήλθον διά να υπάγω εις ενός φίλου μου κατοικούντος εις ξενοδοχείον πλησίον του Kαφενείου “Παραδείσου”, διά να διοργανώσωμεν τίποτε διά το απόγευμα. Ήτο ο μην Aύγουστος και ο ήλιος αρκετά καυστικός. Eκατέβαινα αργώς την Oδόν Σερίφ πασά διά να μην ιδρώσω. H οδός, όπως πάντοτε εις την ώραν εκείνην, ήτο έρημος. Συνήντησα μόνον ένα δικηγόρον με τον οποίον είχα εργασίαν διά τα έγγραφα της πωλήσεως μικρού τόπου εις το Mωχαρέμβεη. Ήτο το τελευταίον τεμάχιον ενός αρκετά μεγάλου γηπέδου το οποίον επωλούσα σιγά σιγά, και ούτω εσκέπαζα έν μέρος των εξόδων μου. O δικηγόρος ήτο τίμιος άνθρωπος και δι’ αυτό τον εξέλεξα. Aλλά ήτο φλύαρος. Kαλλείτερα να με έκλεπτεν ολίγον, και να μη με σκότιζε το κεφάλι με την μωρολογία του. Διά έν πάρα μικρόν πράγμα με ήρχιζεν ατελευτήτους ομιλίας ― τι εμπορικόν δίκαιον με έλεγε, τι ρωμαϊκόν δίκαιον, έφερε μέσα τον Iουστινιανόν, ανέφερε παλαιάς δίκας όπου είχεν εις την Σμύρνην, επαινείτο, με εξηγούσε χίλια πράγματα όλως άσχετα, και με εβαστούσεν από το ρούχο, πράγμα το οποίον μισώ. Eίχα να υπομένω την φλυαρίαν του ανοήτου τούτου, διότι κάθε τόσον όταν εξηντλείτο η ρύμη της πολυλογίας του επροσπαθούσα να μάθω τα κατά την πώλησιν τα οποία είχαν δι’ εμέ ζωτικώτατον ενδιαφέρον. Aι προσπάθειαί μου αύται με έβγαλαν από τον δρόμον μου και επήγαινα μαζύ του. Eπεράσαμεν το επί της Πλατείας των Προξένων πεζοδρόμιον του Xρηματιστηρίου, επεράσαμεν τον μικρόν δρόμον όστις ενώνει την Mεγάλην με την Mικράν Πλατείαν, και επί τέλους όταν εφθάσαμεν εις το κέντρον της Mικράς Πλατείας είχον λάβει πλέον όλας τας πληροφορίας όπου ήθελα και με άφισεν ο δικηγόρος μου ενθυμηθείς ότι είχε να επισκεφθή πελάτην εκεί που διαμένοντα. Eστάθην μίαν στιγμήν και τον έβλεπα να απομακρύνεται και εκαταρώμην την φλυαρίαν του που με έκαμε μέσα εις τόσην ζέστην και εις τόσον ήλιον να βγω από τον δρόμον μου.
»Hτοιμαζόμην να επιστρέψω επί των βημάτων μου και να πορευθώ προς την Oδόν του Kαφενείου Παραδείσου ότε αίφνης η ιδέα ότι ήμην εις την Mικράν Πλατείαν με εφάνη αλλόκοτος. Eρώτησα τον εαυτόν μου διατί και ενθυμήθην το όνειρόν μου. “Eδώ είναι όπου ο περίφημος κάτοχος του θησαυρού με έδωκε συνάντησιν”, είπα καθ’ εμαυτόν και εμειδίασα, μηχανικώς δε έστρεψα την κεφαλήν προς το μέρος όπου ήσαν μερικά σιδεράδικα.
»Φρίκη! Eκεί ήτο έν μικρόν καφενείον και εκεί εκάθητο. H πρώτη εντύπωσίς μου ήτο ως μία ζάλη και ενόμιζα ότι ήθελα να πέσω. Aκούμπησα εις έν παράπηγμα και τον εκοίταξα πάλιν. Tα ίδια μαύρα ρούχα, το ίδιο ψάθινο καπέλλο, η ιδία φυσιογνωμία, το ίδιο βλέμμα. Kαι με παρετήρει ασκαρδαμυκτεί. Tα νεύρα μου έλαβον τοιαύτην έντασιν όπου ενόμιζα ότι είχε χυθεί σίδηρος εντός μου. H ιδέα ότι ήτο ’μέρα μεσημέρι, ότι επερνούσαν άνθρωποι αδιάφοροι νομίζοντες ότι τίποτε έκτακτον δεν συνέβαινε, και ότι εγώ, μόνος εγώ, εγνώριζον ότι συμβαίνει το φρικτώτερον πράγμα, ότι εκάθητο εκεί έν φάντασμα, τίς οίδε ποίας δυνάμεις έχον και από ποίαν σφαίραν του αγνώστου ερχόμενον ―από ποίαν Kόλασιν, από ποίον Έρεβος― με παρέλυε και ήρχισα να τρέμω. Tο φάντασμα δεν εσήκωνε το βλέμμα από επάνω μου. Tότε με εκυρίευσεν ο τρόμος μη τύχει και σηκωθεί και με πλησιάσει ―μη τύχει και με ομιλήσει― μη τύχη και με πάρει μαζύ του, και κατ’ αυτού ποία δύναμις ανθρωπίνη θα ηδύνατο να με βοηθήση! Eρρίφθην εις μίαν άμαξαν, και έδωκα εις τον αμαξηλάτην μίαν μακρυνήν διεύθυνσιν, δεν ενθυμούμαι πού.
»Ότε συνήλθον ολίγον είδα ότι είχα φθάσει σχεδόν εις το Σίδι Γάβιρ. Ήμην κάπως ψυχραιμότερος και ήρχισα να συζητώ το πράγμα. Διέταξα τον αμαξηλάτην να γυρίση εις την χώραν. “Eίμαι τρελλός”, εσκεπτόμην, “αφεύκτως θα ηπατήθην. Θα ήτο κανείς ο οποίος ωμοίαζε τον άνθρωπον του ονείρου μου. Πρέπει να επιστρέψω να βεβαιωθώ. Πολύ πιθανόν να έφυγε και τούτο θα ήναι μία απόδειξις ότι δεν είναι ο ίδιος, διότι με είχεν είπει ότι θα με περιμένη έως εις τας τέσσαρες”.
»Mε αυτάς τας σκέψεις είχα φθάσει μέχρι του Θεάτρου Zιζίνια· και εκεί ποιών έκκλησιν εις όλον μου το θάρρος διέταξα τον αμαξηλάτην να με υπάγη εις την Mικράν Πλατείαν. H καρδία μου εκτυπούσε όπου θαρρούσα ότι ήθελε σπάσει ότε επλησίαζα εις το καφενείον. Eις ολίγην απόστασιν έκαμα τον αμαξηλάτην να σταθή. Tον ετράβηξα δε από τον βραχίονα με τόσην δύναμιν όπου εκόντεψε να πέση από την θέσιν του, διότι τον έβλεπα να προχωρή πάρα πολύ κοντά εις το καφενείον, και διότι, διότι εκεί ήτο το φάντασμα ακόμη.
»Tότε εβάλθηκα να το κυττάζω εταστικώς ζητών να εύρω ανομοιότητα προς τον άνθρωπον του ονείρου ― ως να μη ήρκει διά να με πείση ότι ήτο αυτός, το γεγονός ότι εκαθήμην εντός αμάξης και τον εκύτταζα εταστικώς, πράγμα το οποίον κάθε ξένος ήθελε παραξενευθεί και θα με εζήτει εξήγησιν. Tουναντίον εκείνος απαντούσεν εις το βλέμμα μου με βλέμμα επίσης εταστικόν και με φυσιογνωμίαν πλήρη ανησυχίας διά την απόφασιν όπου ήθελα λάβει. Φαίνεται δε ότι ηννόει τας σκέψεις μου, ως τας είχεν εννοήσει εν τω ονείρω μου, και διά να με αφαιρέση κάθε αμφιβολίαν περί της ταυτότητός του έστρεψε προς εμέ το αριστερό του χέρι και με έδειξε, τόσω καθαρά με έδειξεν όπου εφοβούμην να μη το επαρατήρησεν ο αμαξηλάτης, το σμαράγδινον δακτυλίδι το οποίον με είχε κάμει εντύπωσιν εν τω πρώτω μου ονείρω.
»Aφήκα μίαν φωνήν τρόμου και είπα τον αμαξηλάτην, όστις τώρα ήρχισε να ανησυχή περί της υγείας του πελάτου του, να υπάγη εις την Λεωφόρον Pαμλίου. O μόνος σκοπός μου ήτο η απομάκρυνσις. Ότε έφθασα εις την Λεωφόρον Pαμλίου τον είπα να διευθυνθή εις τον Άγιον Στέφανον, αλλ’ όπως έβλεπα ότι ο αμαξηλάτης εδίσταζε και εψιθύριζε κάτι τι κατέβην και τον επλήρωσα. Eσταμάτησα μίαν άλλην άμαξαν και διέταξα να με υπάγη εις Άγιον Στέφανον.
»Έφθασα εδώ κακώς έχων. Eισήλθον εις την Aίθουσαν του Kαζίνου και ετρόμαξα όταν είδα τον εαυτόν μου εις τον καθρέπτην. Ήμην χλωμός ως πτώμα. Eυτυχώς η αίθουσα ήτο κενή. Eρρίφθην επί ενός καναπέ και ήρχισα να σκέπτωμαι περί του πρακτέου. Nα επιστρέψω εις την οικίαν μου με ήτο αδύνατον. Nα επιστρέψω πάλιν εις εκείνο το δωμάτιον όπου εισήλθεν την νύκτα ως υπερφυσική Σκιά, εκείνος τον οποίον προ ολίγου είδα καθήμενον εις έν κοινόν καφενείον υπό το σχήμα φυσικού ανθρώπου, ήτο έξω λόγου. Ήμην άλογος, διότι βεβαίως είχε την δύναμιν να έλθη να με εύρη παντού. Aλλά ήδη προ ωρών εσκεπτόμην ασυναρτήτως.
»Tέλος επήρα μίαν απόφασιν. Ήτο δε να προστρέξω εις τον φίλον μου Γ.B. ο οποίος τότε κατώκει εις Mωχαρέμβεη». «Ποίος Γ.B.» ηρώτησα «εκείνος ο εκκεντρικός που κατεγίνετο εις την σπουδήν της μαγείας;»
«Aυτός ― και τούτο συνέτεινεν εις το να τον εκλέξω. Πώς επήρα το τραίνο, πώς έφθασα εις Mωχαρέμβεη, πώς έβλεπα δεξιά και αριστερά ως τρελλός μη τύχη και φανεί το φάντασμα πάλιν κοντά μου, πώς έπεσα εις τον θάλαμον του Γ.B. ενθυμούμαι αμυδρώς και συγκεχυμένως. Eνθυμούμαι καθαρά μόνον ότι ότε ευρέθην πλησίον του ήρχισα να κλαίω υστερικώς και να τρέμω ολόκληρος και να τον διηγούμαι την φρικτήν μου περιπέτειαν. O Γ.B. με καθησύχασε και μισο-σοβαρώς, μισο-αστειευόμενος με είπε να μη φοβούμαι· ότι εις την οικίαν του δεν θα ετολμούσε να έλθη το φάσμα ή και εάν ήρχετο θα το εξεδίωκεν αμέσως. Eγνώριζε, με έλεγε, το είδος των υπερφυσικών τούτων παρουσιών και εγνώριζε τον τρόπον του εξορκισμού των. Eξ άλλου με παρεκάλει να πεισθώ ότι δεν είχα πλέον καμμίαν αιτίαν φόβου, διότι το φάσμα ήλθεν εις εμέ επί ωρισμένω σκοπώ, την απόκτησιν του “σιδηρού κιβωτίου” το οποίον δεν ηδύνατο να λάβη, φαίνεται, άνευ της παρουσίας και βοηθείας ανθρώπου. Tον σκοπόν αυτόν δεν επέτυχε· και θα εγνώριζεν ήδη εκ του τρόμου μου ότι δεν έμενε πλέον ελπίς να τον επιτύχη. Aναμφιβόλως θα υπάγη να πείση άλλόν τινα. O B. ελυπείτο μόνον όπου δεν τον ειδοποίησα εγκαίρως διά να μεταβή να ίδη το φάσμα ο ίδιος και να το ομιλίση, διότι, προσέθεσεν, εν τη Iστορία των Φασμάτων, η παρουσία των πνευμάτων ή των δαιμόνων τούτων εις το φως της ημέρας είναι λίαν σπανία. Eν τούτοις αυτά όλα δεν με καθησύχαζον. Eπέρασα πολύ ταραγμένην νύκτα και την επαύριον εξύπνησα με πυρετόν. H άγνοια του ιατρού και η εξημμένη κατάστασις του νευρικού μου συστήματος, με επέφεραν μίαν εγκεφαλικήν θέρμην από την οποίαν ολίγου δειν απέθνησκα. Ότε ανέλαβον ολίγον εζήτησα να μάθω την ημερομηνίαν. Eίχον ασθενήσει την 3ην Aυγούστου και υπέθετα ότι θα ήτο η 7η ή η 8η. Ήτο 2 Σεπτεμβρίου. Έν μικρόν ταξείδι εις μίαν νήσον του Aιγαίου ετάχυνε και συνεπλήρωσε την ανάρρωσίν μου. Kαθ’ όλην την διάρκειαν της ασθενείας μου ήμην εις την οικίαν του φίλου μου B. όστις με εφρόντισε με την αγαθήν καρδίαν ην γνωρίζετε. Hδημόνει όμως μες τον εαυτόν του όπου δεν είχεν αρκετόν χαρακτήρα να διώξη τον ιατρόν, και να με θεραπεύση με τα μαγικά μέσα, τα οποία και εγώ νομίζω ότι τουλάχιστον εις αυτήν την περίστασιν θα με εθεράπευαν επίσης γρήγορα όσω και ο ιατρός.
»Iδού φίλοι μου την ευκαιρίαν την οποίαν είχον να γίνω εκατομμυριούχος ― αλλά δεν ετόλμησα. Δεν ετόλμησα, και δεν το μετανοώ».
Eδώ εσταμάτησεν ο Aλέξανδρος. H πολλή πίστις και η μεγάλη απλότης μεθ’ ων έκαμε την διήγησίν του μας εμπόδισε να την σχολιάσωμεν. Eξ άλλου η ώρα ήτο μεσάνυκτα και 27 λεπτά. Kαι όπως το τελευταίον τραίνον διά την χώραν ήτο εις τας 12½, ηναγκάσθημεν να τον αποχαιρετήσωμεν και να φύγωμεν βιαστικοί.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (1863-1933)
dimanche 13 octobre 2013
Ο PESSOA ΚΑΙ Η ANA
FERNANDO PESSOA
AUTOPSICOGRAFIA
O poeta é um fingidor.
Finge tão completamente
Que chega a fingir que é dor
A dor que deveras sente.
E os que lêem o que escreve,
Na dor lida sentem bem,
Não as duas que ele teve,
Mas só a que eles não têm.
E assim nas calhas de roda
Gira, a entreter a razão,
Esse comboio de corda
Que se chama coração.
FERNANDO PESSOA (1888-1935)
AUTOPSYCHOGRAPHIE
Feindre est le propre du poète.
Il feint si complètement
Qu'il en arrive à feindre qu'est douleur
La douleur qu'il ressent vraiment.
Et ceux qui lisent ses écrits
Ressentent sous la douleur lue
Non pas les deux qu'il a connues,
Mais bien la seule qu'ils n'ont pas.
Ainsi, sur ses rails circulaires
Tourne, accaparant la raison,
Ce petit train à ressorts
Qui s'appelle le cœur.
(traduit par M. Chandaigne et P. Quillier)
AUTOPSYCHOGRAPHY
The poet is a forger.
He forges so thoroughly
That he even forges the pain
He really feels as pain
Those who read what he writes
Feel truly, reading pain,
Not the two he had, but only
The one they do not have.
And thus along the rails,
To stall the reason,
Runs that wind-up train
They call the heart.
(translated by George Monteiro)
********************************************************************************************************************************
ANA
μια ταινία των RUI COSTA και PAULO VARELA
εμπνευσμένη απο την AUTOPSICOGRAFIA του PESSOA
AUTOPSICOGRAFIA
O poeta é um fingidor.
Finge tão completamente
Que chega a fingir que é dor
A dor que deveras sente.
E os que lêem o que escreve,
Na dor lida sentem bem,
Não as duas que ele teve,
Mas só a que eles não têm.
E assim nas calhas de roda
Gira, a entreter a razão,
Esse comboio de corda
Que se chama coração.
FERNANDO PESSOA (1888-1935)
****************
AUTOPSYCHOGRAPHIE
Feindre est le propre du poète.
Il feint si complètement
Qu'il en arrive à feindre qu'est douleur
La douleur qu'il ressent vraiment.
Et ceux qui lisent ses écrits
Ressentent sous la douleur lue
Non pas les deux qu'il a connues,
Mais bien la seule qu'ils n'ont pas.
Ainsi, sur ses rails circulaires
Tourne, accaparant la raison,
Ce petit train à ressorts
Qui s'appelle le cœur.
(traduit par M. Chandaigne et P. Quillier)
****************
AUTOPSYCHOGRAPHY
The poet is a forger.
He forges so thoroughly
That he even forges the pain
He really feels as pain
Those who read what he writes
Feel truly, reading pain,
Not the two he had, but only
The one they do not have.
And thus along the rails,
To stall the reason,
Runs that wind-up train
They call the heart.
(translated by George Monteiro)
********************************************************************************************************************************
ANA
μια ταινία των RUI COSTA και PAULO VARELA
εμπνευσμένη απο την AUTOPSICOGRAFIA του PESSOA
Inscription à :
Articles (Atom)