ΦΑΙΔΩΝ ΤΑΜΒΑΚΑΚΗΣ
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ "ΧΑΡΑΥΓΗ" - ΑΙΓΙΝΑ
Ξύπνησε το άλλο πρωί στη συνηθισμένη εγερτήριο σύρραξη πριν απο το σχολείο. Η μέρα κύλησε κανονικά, κανείς δεν ρώτησε για την κυριακάτικη απόδραση. Περίεργο. Πότε και πώς γύρισε; Απέφυγε τις πολλές κουβέντες με τη Μαίρη, ένιωθε ενοχές κι έσπευσε το βράδυ να κοιμηθεί ζεσταμένος με τη σκέψη της ηλιόλουστης ακρογιαλιάς.
Ξύπνησε πάλι σε άδειο σπίτι. Δεν βασάνισε τα πράγματα τούτη τη φορά, αμέσως έσπευσε στην άλλη όχθη, περίπατο, ταβέρνα. Νύστα, στη Χαραυγή, τώρα γνώρισε και την κόρη του ξενοδόχου, γλυκιά, αθόρυβη, μαθήτρια ακόμη του λυκείου.
Ξύπνησε και πάλι απαρατήρητος. Η εναλλαγή συνεχίστηκε καιρό. Στην παλιά ζωή δεν καταλάβαιναν τίποτα, ούτε στη δουλειά, ούτε στο σπίτι, παρότι ένιωθε πια ξεκούραστος και ήταν πάντα κεφάτος. Στη νέα ζωή γνωρίστηκε με τον ξενοδόχο, τον βοήθησε με τα λογιστικά και την εφορία, ορέχτηκε την κόρη του, την ερωτεύτηκε, ανέλαβε να κρατάει τα βιβλία και σε τρεις-τέσσερις άλλες επιχειρήσεις, παντρεύτηκε και μετά το δεύτερο παιδί φρόντιζε να ξυπνάει τελευταίος στο σπίτι.
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ "ΧΑΡΑΥΓΗ" - ΑΙΓΙΝΑ
Ξύπνησε και δε βρήκε κανέναν στο σπίτι. Ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε σκυλιά. Θα έχω αργήσει! Ετοιμάστηκε πυροσβεστικά και βρέθηκε στους δρόμους της Αθήνας. Καμιά αλλαγή. Πώς την έπαθα; Η καγκελόπορτα του γραφείου κλειδωμένη. Αντί του θυρωρού, φύλακας. Πάνω δεν ήταν κανείς, του είπε. Μήπως είναι Κυριακή; Ντράπηκε να ρωτήσει. Η Μαίρη πήγε βόλτα με τα παιδιά κι εγώ αφηρημένος πήγα στο γραφείο. Ξαφνικά αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί. Ο Πειραιάς κοντά, μπήκε στην παντόφλα, βγήκε στην Αίγινα. Άλλος κόσμος. Χειμωνιάτικη λιακάδα, άλλος κόσμος. Χάζεψε τη θάλασσα, τις ψαρόβαρκες, την Πελοπόννησο απέναντι, τα νησάκια στα δυτικά. Τι τύχη αυτό το μπέρδεμα με τις ημέρες. Έφαγε μεζεδάκια σε μιά άδεια ψαροταβέρνα και ήπιε τρία καραφάκια ούζο. Τον χτύπησε κατακέφαλα. Θα κοιμόταν καμιά ωρίτσα στο ξενοδοχείο Χαραυγή κι ύστερα επιστροφή προτού ανησυχήσουν οι δικοί του. Δωμάτιο στο ισόγειο, ο ήλιος έμπαινε απο τα παντζούρια και τις συνθετικές κουρτίνες. Το κρεβάτι έτριξε, τα σεντόνια σιδερωμένα καιρό ανάδιναν υγρασία και σαπούνι.
Ξύπνησε το άλλο πρωί στη συνηθισμένη εγερτήριο σύρραξη πριν απο το σχολείο. Η μέρα κύλησε κανονικά, κανείς δεν ρώτησε για την κυριακάτικη απόδραση. Περίεργο. Πότε και πώς γύρισε; Απέφυγε τις πολλές κουβέντες με τη Μαίρη, ένιωθε ενοχές κι έσπευσε το βράδυ να κοιμηθεί ζεσταμένος με τη σκέψη της ηλιόλουστης ακρογιαλιάς.
Ξύπνησε πάλι σε άδειο σπίτι. Δεν βασάνισε τα πράγματα τούτη τη φορά, αμέσως έσπευσε στην άλλη όχθη, περίπατο, ταβέρνα. Νύστα, στη Χαραυγή, τώρα γνώρισε και την κόρη του ξενοδόχου, γλυκιά, αθόρυβη, μαθήτρια ακόμη του λυκείου.
Ξύπνησε και πάλι απαρατήρητος. Η εναλλαγή συνεχίστηκε καιρό. Στην παλιά ζωή δεν καταλάβαιναν τίποτα, ούτε στη δουλειά, ούτε στο σπίτι, παρότι ένιωθε πια ξεκούραστος και ήταν πάντα κεφάτος. Στη νέα ζωή γνωρίστηκε με τον ξενοδόχο, τον βοήθησε με τα λογιστικά και την εφορία, ορέχτηκε την κόρη του, την ερωτεύτηκε, ανέλαβε να κρατάει τα βιβλία και σε τρεις-τέσσερις άλλες επιχειρήσεις, παντρεύτηκε και μετά το δεύτερο παιδί φρόντιζε να ξυπνάει τελευταίος στο σπίτι.
ΦΑΙΔΩΝ ΤΑΜΒΑΚΑΚΗΣ
Απο τα ΑΔΕΙΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ, εκδ. Εστία, 2005
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire