lundi 15 décembre 2008

ΜΕ ΤΟ ΘΗΡΙΟ


ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ

Ανέκαθεν ήμουν περίεργος΄ και δύσπιστος. Μιά μέρα, εκεί που περιδιάβαζα το στήθος σου ανέμελα σφυρίζοντας στη ρεματιά, ανάμεσα απο ισκιερά πλατάνια, βατόμουρα, κρανιές και διάφανα ρυάκια, βλέπω μιάν άσπρη πλάκα τετράγωνη, ωσάν ταφόπετρα ή θύρα μυστικής καταπακτής. Τί είναι πάλι αυτό; ρώτησα τότε, και σε κοίταξα εντατικά στα μάτια, σάμπως για να συλλάβω εκεί άδολη την απάντησή σου, προτού προλάβει η λογική και με τις αλχημείες της την αλλοιώσει. Μου χαμογέλασες αχνά και, μία μία τονίζοντας τις λέξεις, εδώ είναι το υπόγειό μου, είπες, η σκοτεινή μου κρύπτη, η υγρή σπηλιά. Τις νύχτες, σηκώνω κρυφά την πέτρα, τρυπώνω στα σκοτεινά, και λίγο λίγο προσπαθώ, ψηλαφώντας τους τοίχους, να συλλάβω το σχήμα και το μέγεθός της. Απόκρημνο μέρος, όλο βράχια μυτερά, σταλαχτίτες και σταλαγμίτες, και στην καρδιά του σκοταδιού - είναι λίγος καιρός που τ' ανακάλυψα κι εγώ - με μάτια που τρυπάνε την καρδιά του σκοταδιού, ασάλευτο, ημερωμένο το θηρίο.

Θέλω να μπώ κι εγώ, θέλω να ιδώ, κραύγασα τότε, και στην πέτρα ορμώντας σαν τρελός, παρά τις επανειλημμένες, εντωμεταξύ, προειδοποιήσεις σου, ότι το εγχείρημα είναι φοβερά επικίνδυνο, τα μονοπάτια μέσα γλιστερά κι οι βράχοι όλο παγίδες, την ανασήκωσα με κόπο, μπήκα μέσα, προχώρησα ψηλαφώντας - πόσο, δεν ξέρω να πω - , και ιδού 'μαι τώρα, πάντα περίεργος δυστυχώς και δύσπιστος, με φαγωμένες απο το θηρίο, προτού προλάβει και με καταπιεί ολόκληρον, τις σάρκες απ' το στήθος και το πρόσωπό μου.


ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ (1937-1994)
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ(1956-1993), εκδ. Καπάνι, 2007


lundi 8 décembre 2008

IN ABANDON ΚΑΙ ΑΝΕΜΕΛΑ



KENNETH KOCH

THE BRICKS

The bricks in the wall
Sang this song:
"We shall not fail
The whole day long
But white and small
Lie in abandon."

Then the fair maid
Passed with her love
And she to him said,
"There are stars above
Where they have been laid
Let us lie in abandon."

Then the wolf came
With his teeth in abandon
And the lion came
With his teeth in abandon
And they ravaged and he came
To the white stone

And he kissed the field's grass
And he lay in abandon.
"I forget if she was
Or he was the stone
Or if it was the animals,''
And, "Everything comes soon."

_________________


ΤΑ ΤΟΥΒΛΑ

Τα τούβλα κάποιου τοίχου
τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:
"Δεν θα πέσουμε
καθόλου σήμερα
παρά άσπρα και μικρά
θα πλαγιάζουμε ανέμελα."

Μετά πέρασε η ωραία νέα
με τον αγαπημένο της
και του είπε τότε:
"Ψηλά εκεί υπάρχουν άστρα
στη θέση που τα τοποθέτησαν.
Ας πλαγιάσουμε ανέμελα."

Μετά ήρθε ο λύκος
με τα ανέμελα δόντια του
και μετά το λιοντάρι
με τα ανέμελα δόντια του,
και τα ρήμαξαν όλα και τότε πήγε εκείνος
στην άσπρη πέτρα

και φίλησε το χορτάρι του αγρού
και πλάγιασε ανέμελα.
"Δεν θυμάμαι αν η πέτρα
ήταν αυτή ή αυτός
ή τα ζώα,"
και, "Τα πάντα θα συμβούν σύντομα."


KENNETH KOCH (1925-2002)
Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου
Απο το βιβλίο ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ, εκδ. Υπερίων, 1997



lundi 1 décembre 2008

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ Ο ΑΙΩΝΑΣ






ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ

ΟΤΣΙ ΤΣΙΟΡΝΙΓΙΑ (ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ)

- Απόσπασμα -

----------------------------

«Έφτασα στη Βαρκελώνη με καράβι απο τη Μασσαλία. Ήταν μια μέρα με πολύ ήλιο. Συναντήθηκα με άλλους συντρόφους απο τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στο ξενοδοχείο ‘‘Όριεντ’’, στη Ράμπλα ντε λος Φιόρες. Εκείνη τη μέρα είχε μαθευτεί ο θάνατος του Ντουρούτι. Πήγε να πηδήξει απο ένα φορτηγό, παραπάτησε, το ναρανχέρο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Οι αναρχικοί λέγανε πως τον σκοτώσαμε εμείς, άλλοι τα ’ριχναν στους φασίστες. Στο σαλόνι του ξενοδοχείου ήτανε κόσμος, όλοι οπλισμένοι και με κόκκινα μαντίλια στον λαιμό. Είχαμε έρθει απο την Αγγλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία. Μιλάγαμε κι ήταν ο Πύργος της Βαβέλ, συνεννοούμαστε με τα χέρια και τα μάτια, λέγαμε ‘‘No passaran!’’ και μας έφτανε. Ανέβηκα στο δωμάτιο, που το μοιραζόμαστε με άλλους πέντε, δύο ήτανε γυναίκες. Δεν βγάλαμε ούτε τα παλτά μας, από ντροπή για τις γυναίκες. Συστηθήκαμε ο ένας στον άλλον, με ό,τι είχαμε διαλέξει για ονόματα - περισσότεροι ήτανε οι Βλαδίμηροι και μετά έρχονταν οι Στάλιν. Τη μια γυναίκα τη λέγανε Ρόζα, αλλά δεν θυμάμαι το όνομα της άλλης. Αυτή που το όνομά της δεν θυμάμαι ήταν που μου πήρε την ψυχή. Έπεσα να κοιμηθώ και, παρά την κούραση, δεν είχα ύπνο. Οι άλλοι ροχάλιζαν, κέρδιζαν δυνάμεις, γιατί το πρωί θα φεύγαμε για την Ανδαλουσία. Εγώ σηκώθηκα, κατέβηκα να περπατήσω, να κουραστώ. Πίσω μου σηκώθηκε και μ΄ακολούθησε αυτή. Έστριψα απο τη Ράμπλα ντε λος Φιόρες, βρέθηκα στην Πιάτσα Ρεάλ. Ήτανε πολλοί οι ξενύχτηδες που, σαν κι εμένα, κάτι τους έτρωγε. Σχεδόν όλοι πίνανε κάβα. Πήρα ένα μπουκάλι κάβα, κάθησα στο παγκάκι, ήρθε η και η γυναίκα και στριμώχτηκε δίπλα μου. Σηκώναμε το δέκατο ποτήρι κάβα όταν με είπε ‘‘καμαράδ’’, ‘‘καμαράδα’’ την είπα κι εγώ κι αυτά ήταν τα ονόματά μας. Έβγαλε έναν χάρτη, σημείωσε τη διαδρομή, μέχρι τη Λέιντα. Μου έδειξε στον χάρτη τα χωριά που θα περνούσα, ‘‘Κάθε τόπος και το αίμα του, πολλοί οι νεκροί’’, είπε. Δίπλα μας τραγουδούσανε το ‘‘Άι Καρμέλα’’, ‘‘ούνα νότσε ρίο πασό, παραπάμ, παραπάμ, παραπάμ’’, το μουρμούριζε κι αυτή. Τέλειωσε το τραγούδι και δεν θυμάμαι αν με ρώτησε κι αν απάντησα. ‘‘Γιατί πολεμάμε;’’ ‘‘Για να περάσουμε το ποτάμι’’. Χωρίσαμε εκεί. Δεν την ξανάδα. Πολέμησα έναν χρόνο, έφτασα μέχρι τη Σαραγκόσα. Ρίο πασό, άι καπίτο; Γνώρισα γυναίκες, δεν τις θυμάμαι, όλες ίδιες είναι μέσα μου. Μόνο αυτή είναι ξεχωριστή και κάπως έτσι είναι ο έρωτας. Την έχω, εικόνα, μπροστά μου, αλλά να την περιγράψω δεν μπορώ. Μετά παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, προσπάθησα να την ξεριζώσω απο την καρδιά μου - αγκάθι μού στέκεται. Στον εμφύλιο της Ισπανίας χάθηκε ο αιώνας », τέλειωσε την ιστορία του ο γέρος, και το είπε με τη λύπη των οπαδών της Γιουβέντους όταν χάνει η ομάδα τους.

-----------------------------


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
Απο το μυθιστόρημα ΟΤΣΙ ΤΣΙΟΡΝΙΓΙΑ (ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ), εκδ. Καστανιώτη, 1999




lundi 24 novembre 2008

ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΑΝΑΜΕΣΑ



ΤΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣΤΑΘΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΤΙΟΥ

Οι άγνωστοι δεν κοιτάζουν αγνώστους στο δρόμο
αν τους κοιτάξουν άγνωστοι τότε ίσως κοιτάζουν
τους άγνωστους που τους κοίταξαν
άγνωστοι κοίταξαν αγνώστους που δεν τους κοίταζαν
που ίσως τους κοιτάξουν, ίσως ενοχλημένοι.
Δεν κοιτάνε αγνώστους οι άγνωστοι
αλλά άγνωστοι κοιτάνε αγνώστους
και τους κοιτάζουν άγνωστοι στο δρόμο
ενώ απ' τους γνωστούς ή φίλους
λίγο ακόμη και πολύ φίλους του άλλοτε
ή χθες μόλις,
λίγους πολλές χιλιάδες εκατομμύρια φορές
λιγότερους απ' τους αγνώστους
άλλους κάμποσους πολλούς
βιάζοντας τα βήματα τα βλέμματά τους
κάνουνε πρώτοι πως δεν τους βλέπουνε αυτοί
κι άλλοι απ' τους ελάχιστους
κάμποσοι πολλοί
κάνουν εκείνοι πως δε βλέπουνε αυτούς
που τότε αισθάνονται εγκαίρως ευεργετημένοι
την οχληρή φροντίδα νά' χουνε γλυτώσει
πρώτοι πάλι αυτοί να έκαναν πως δεν τους είδαν
πως ούτε πρόκειται πλέον να τους δούνε
πως ούτε εκείνοι δυνατότητα καμία υπήρξε αυτούς να δούνε
πως είναι μάλιστα όλοι τυφλοί
καθώς σαν αυτοί ή εκείνοι περπατάμε στο δρόμο
με τα μάτια κατ' ανάγκην ανοιχτά ακόμη
και το φως πέφτει πάντα ανάμεσά μας
πάμπλουτο και καρτερικό.


ΤΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣΤΑΘΗΣ (1946-1999)
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ & ΠΕΖΑ 1964-1999, εκδ. Νεφέλη, 2006


dimanche 16 novembre 2008

ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ ΑΠ' ΤΟ ΣΟΥΕΖ !


MAURICE MAC-NAB

LE MÉKÉRONI !

Sonnet britannique en prose

Pour avoar du bonne mékéroni, il fallait avoar du bonne fromédje.
Aoh!...

Mais, pour avoar du bonne fromédje, il fallait avoar de bonnes pétiourédjes.
Aoh!...

Et pour avoar des bonnes pétiourédjes, il fallait bôcoup d' ârgent.
Aoh! compréné-vos?

Je keuntiniou:
Pour avoar bôcoup d' ârgent, il fallait vendre baôcoup de keuteune.

Mais, pour vendre baôcoup de keuteune, il fallait avoar le canal de Souez.

Donc, pour avoar du bonne mékéroni, il fallait avoar le canal de Souez !



MAURICE MAC-NAB (1856-1889)
Απο τα POEMES MOBILES, Paris, 1886


lundi 10 novembre 2008

ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΚΟΣ

ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ

Χρώμα τ' ουρανού χειμώνας.
Με τα ελάφια της αγωνίας να τριγυρίζουν
Πίσω απ' τις αυλές
Με τις πληγές μας πρόχειρα δεμένες
Με τα κρυστάλλινα φώτα να γυαλίζουν
Πάνω στα θρύψαλα της μέρας.

Άγνωστοι ανοίγουν την πόρτα μου
Κι άλλος μου πετάει μιά πέτρα
Ένα παιδικό ζεστό κεφάλι
Ένα ολάκαιρο καλοκαίρι - πληγή του Αυγούστου-
Τα ματωμένα βλέφαρά της.

Τα σύνορα στα σύνορα των αγαλμάτων
Στη μικρή σιδερένια τους πόρτα
Ρυθμός του ήλιου μιάς άλλης εποχής
Πατώντας τις λάσπες αγγίζοντας με τον αγκώνα την ευτυχία
Στα μαρμαρένια σύνορα πριν δω το θάνατο να μπαίνει.

Χρώμα τ' ουρανού σκαλίζοντας πάνω στα σύννεφα ελπίδες
Φοβέρες των ημερών που έπνιξα
Των ημερών που τόσο με βασάνισαν.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΚΟΣ (1920-2000)
Απο την ΠΟΙΗΣΗ 1944-1990, εκδ. Νεφέλη, 1992

lundi 3 novembre 2008

ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΚΟΤΣΥΦΙ



ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

ΕΝΑ ΒΙΟΛΙ ΚΙ ΕΝΑ ΚΟΤΣΥΦΙ

Ένα βιολί κι ένα κοτσύφι
ένα βαρέλι και μιά κάσα
παίζουν μιά νέα μουσική.
Ξέχασε ο γαμπρός τη νύφη
και γύρισε ξανά στη θάλασσα,
τη μόνη αθάνατη γιορτή.

Σκόρπισαν τότε οι καλεσμένοι,
πήρανε τ’ αυτοκίνητά τους
και βγήκανε στην εξοχή
που ήταν ακόμη νυσταγμένη.
Άπλωσαν τα τραπεζομάντιλά τους
πάνω στη νοτισμένη γη

ενώ στη μαγεμένη πόλη
έμπηγε το μαχαίρι η νύφη...
Έπαιζε η νέα μουσική
κι ήτανε γρήγορη σαν βόλι
που ’ριχνε το βαθύ βιολί
σ’ ένα πουλί, σ’ ένα κοτσύφι.



ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
Απο τη συλλογή ΟΙ ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, εκδ. Ρόπτρον, 1990

lundi 27 octobre 2008

Η ΣΦΑΙΡΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΗ



BARBARA GARLASCHELLI

ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Εγώ ξέρω ποιός σκότωσε την κυρία Φιορέντσι. Τον είδα με τα μάτια μου το δολοφόνο, τον είδα την ώρα που τραβούσε το πιστόλι και σημάδευε την καημενούλα στην καρδιά.
Δεν ξέρω το όνομά του, αλλά ξέρω ακριβώς ποιός είναι. Είμαι γριά, αλλά η όρασή μου είναι ακόμη καλή.
Φοβάμαι ότι θέλει να σκοτώσει κι εμένα, επειδή ξέρει ότι τον αναγνώρισα, γι' αυτό λοιπόν αφήνω αυτό το χαρτί κρυμμένο κάπου, και όποιος το βρει, αύριο ή σε εκατό χρόνια, να ξέρει ότι εγώ, η Μαρία Μόντι, έχουσα σώας τας φρένας, δηλώνω ότι ο δολοφόνος της μακαρίτισσας Άλμα Φιορέντσι, είναι

Ποιός να 'ναι, κύριοι, εσείς που θα βρείτε αυτό το χαρτί αύριο ή σε εκατό χρόνια, δεν θα το μάθετε ποτέ, γιατί, αν είναι αλήθεια ότι η πένα πληγώνει πιο πολύ απο το σπαθί, είναι άλλο τόσο αλήθεια ότι η σφαίρα είναι πιο γρήγορη απο την πένα.


BARBARA GARLASCHELLI
Μετάφραση Ερμιόνη Κοροσίδου
Απο το βιβλίο ΒΑΛΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥΣ, εκδ. Perugia, 1996



samedi 28 juin 2008

ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ !


Πιάσαν οι ζέστες και ο ORNITHOLOGICUS κλείνει! Το καλοκαίρι είναι γι' άλλα πράγματα, όχι για blogs. Όπως και πέρυσι τέτοια εποχή, σας κουνάμε μαντίλι αποχαιρετισμού. Δουλέψαμε σκληρά (τρομάρα μας!) όλο το χειμώνα και ανυπομονούμε να έρθει η ώρα κι η στιγμή που θα βουτήξουμε στη δροσιά της καλοκαιρινής θάλασσας. Και φέτος ξανά μανά τα ίδια και τα αυτά: θα ξαπλώνουμε κάτω απ' τα δέντρα, θα πίνουμε δροσερά ποτά - caipirinha (τις μονές ημέρες), pina colada (τις ζυγές) - και θα λικνιζόμαστε στο ρυθμό της μπόσα νόβα under the stars ! Ευχόμαστε τα ίδια και καλύτερα για σας που μας συντροφέψατε όλο το χειμώνα.



Όπως και πέρυσι τέτοια εποχή, πιστοί στην παράδοση, σας ζητάμε να προτείνετε βιβλία που σας άρεσαν για να τα διαβάσουμε κι εμείς. Εννοείται πως δεν είναι ανάγκη να έχουν εκδοθεί πρόσφατα, αρκεί να εξακολουθούν να κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε λοιπόν. όποτε θέλετε, όλο το καλοκαίρι, να γράφετε σ' αυτή την ανάρτηση αντί σχολίων τις προτάσεις σας.

Και φυσικά - διάβολε, τί το ' χουμε το blog ! - θα ξεκινήσουμε απο τις δικές μας προτιμήσεις. Εξαιρούνται όλα τα βιβλία, κείμενα των οποίων παρουσιάστηκαν στον ORNITHOLOGICUS - είμαι σίγουρος πως ό,τι σας γυάλισε σπεύσατε ήδη και το προμηθευτήκατε. Πάμε λοιπόν. Ο LOCUS SOLUS προτείνει:

1. Λουί-Φερντινάν Σελίν: ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (Εστία)

2.Τζόναθαν Λίτελ: ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ (Λιβάνης)

3. Εμμανυέλ Πιερρά: Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΟΥ ΣΕΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΗΓΑΝΗΤΟΥ ΨΑΡΙΟΥ (Άγρα)

4. Ισαάκ Ρόσα: ΤΟ ΜΑΤΑΙΟ ΧΘΕΣ (Πόλις)

5. Ζυλιέν Γκρακ: ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ (Ίνδικτος)

6. Αντόνιο Λόμπο Αντούνες: ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ (Καστανιώτης)

7. Αντόνιο Ταμπούκι: ΡΕΚΒΙΕΜ (Άγρα)

8. Μακ Χέιρτ: ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ : ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ (Μεταίχμιο)

9. Ολιβιέ Μερσιέ: ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΣΑΒΟΝΑ(Ψυχογιός)

10. Αλμπέρτο Βάθκεθ-Φιγκερόα: ΤΟΥΑΡΕΓΚ (Κοάν/Μέδουσα)



ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΛΙΣ ΧΕΙΜΩΝΙΑΣΕΙ ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ !


VIVE LA REPUBLIQUE !!!


mardi 24 juin 2008

ΘΑ ΞΑΝΑΔΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΜΑΣ


ΧΑΡΑ ΧΡΗΣΤΑΡΑ

ΣΑΝ ΠΕΤΡΑ

Η απουσία κατρακύλησε σαν πέτρα
που με παίρνει απ’ το λαιμό

Κλιμακωτά επικάθονται
στο ρούχο μου οι σκόνες
απ’ αυτό το κατρακύλισμα

Μιά ηλιαχτίδα παιχνιδίζει
κι ύστερα βαθύχρωμα σύγνεφα
σκεπάζοντας την ουράνια σφαίρα
πετρώνουν και την καρδιά μου

Κλειστά τα μάτια
ανιχνεύουν με τη φαντασία το τοπίο
Χορεύει ακόμη εκείνη η απουσία
επιθανάτιο χορό

Ανοίγοντας τα βλέφαρα
δεν θα λυγίσω
μπροστά στη θέα της αποκάλυψης
που σκοτείνιασε τον τόπο
κι έφερε σεισμό και καταποντισμό

Θα ξαναδούμε τις πόλεις μας
στον ορίζοντα να λάμπουν
με τα φώτα τους τη νύχτα



ΧΑΡΑ ΧΡΗΣΤΑΡΑ
Απο τη συλλογή ΤΟ ΧΑΣΜΑ, εκδ. Νέα Πορεία, 2006



mercredi 18 juin 2008

ΑΛΛΕΣ ΑΝΕΣΕΙΣ ΑΛΛΟΙ ΚΑΗΜΟΙ




EUGENIO MONTALE

L'ARNO A ROVEZZANO

I grandi fiumi sono l’immagine del tempo,
crudele e impersonale. Osservati da un ponte
dichiarano la loro nullità inesorabile.
Solo l’ansa esitante di qualche paludoso
giunchetto, qualche specchio
che riluca tra folte sterpaglie e borraccina
può svelare che l’acqua come noi pensa se stessa
prima di farsi vortice e rapina.
Tanto tempo è passato, nulla è scorso
da quando ti cantavo al telefono ''tu
che fai l’addormentata'' col triplice cachinno.
La tua casa era un lampo visto dal treno. Curva
sull’Arno come l’albero di Giuda
che voleva proteggerla. Forse c’è ancora o
non è che una rovina. Tutta piena,
mi dicevi, di insetti, inabitabile.
Altro comfort fa per noi ora, altro
sconforto.


_________________


Ο ΑΡΝΟΣ ΣΤΟ ΡΟΒΕΤΣΑΝΟ

Τα μεγάλα ποτάμια είναι η εικόνα του χρόνου,
σκληρού κι απρόσωπου. Κοιταγμένα απο μιά γέφυρα
διαλαλούν αδυσώπητα το μηδέν τους.
Μόνον ο διστακτικός μαίανδρος κάποιου ελόβιου
βούρλου, κάποια λιμνάσματα
που αστράφτουν ανάμεσα σε θάμνους πυκνούς και βρύα
μπορούν ν' αποκαλύψουν πως και το νερό συλλογίζεται τον εαυτό του
πριν γίνει ρουφήχτρα και λυσσομάνημα.
Πάει τόσος καιρός, στιγμή δεν πέρασε
που σου τραγούδαγα στο τηλέφωνο «μην κάνεις
την αποκοιμισμένη» με τριπλό καγχασμό.
Το σπίτι σου ήταν μιά λάμψη ιδωμένη απ' το τρένο. Κυρτώνεται
πάνω στον Άρνο σαν το δέντρο του Ιούδα
που ήθελε να το προστατεύσει. Μπορεί να υπάρχει ακόμα ή
έχει πια τώρα ερειπωθεί. Γεμάτο
μού έλεγες απο έντομα, ακατοίκητο.
Άλλες ανέσεις ταιριάζουν σήμερα σε μάς,
άλλοι καημοί.



EUGENIO MONTALE (1896-1981)
Μετάφραση Νίκος Αλιφέρης
Απο το ΦΙΝΙΣΤΕΡΕ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Άγρα, 1995



samedi 14 juin 2008

ΚΑΗΜΕΝΗ ΚΟΤΑ


ΣΑΚΗΣ ΣΕΡΕΦΑΣ

ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Να ένας άνθρωπος
που πηγαίνει πανέτοιμος να κάνει κάποιο σεξ.

Στον δρόμο του συναντάει μια κότα με κοφτερή ομορφιά
πούπουλα χρυσαφιά, ράμφος φιλντισένιο
τον κοιτάζει κατάματα εκείνος βιάζεται την κλωτσάει
καημένη κότα κράζουν όλοι.

Πήγε ο άνθρωπος το 'κανε το σεξ του
η κότα ράμφισε τρία μυρμήγκια παραπέρα ηρέμησε
έφυγε κι ο κόσμος που είχε μαζευτεί
ερήμωσε ο τόπος, πέρασε καιρός.

Πρώτη πέθανε η κότα.



ΣΑΚΗΣ ΣΕΡΕΦΑΣ
Απο τη συλλογή ΠΡΩΤΑ ΠΕΘΑΝΕ Η ΚΟΤΑ, εκδ. Κέδρος, 2007


mardi 10 juin 2008

ΤΑΡΑΡΑ ΤΑΡΑΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΡΑ




ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΛΥΤΗΣ

Ο ΙΝΔΟΣ ΡΑ

Είχε στο κεφάλι φτερά φορούσε δορά
ζούσε με δυο μωρά και μια ωραία κυρά
λιαζόταν με χαρά χωρίς να 'χει παρά
με αξίνη τα δένδρα βαρά για την πυρά.

Τον ορίζοντα καμιά φορά θωρά
μήπως πετά απ' το βορρά καμιά αγριοπεριστερά
και τη χτυπήσει στα φτερά ή πιάσει απ' την ουρά
καμιά αντιλόπη ζωηρά που θα πίνει στα νερά.

Στα λιβάδια τ' ανθηρά στα βουνά τα χλοερά
βοσκά ο Ρα τρία αρνιά με μαλλιά κατσαρά
μελετά στα σοβαρά να χτίσει σπίτια στη σειρά
η καλύβα πια δεν τον χωρά τον κύριο Ρα.

Μια που πήραμε τη φόρα ας πούμε τώρα
πως κάποια μέρα μια μπόρα έπιασε στη χώρα
κατεστράφη η οπώρα σε λίγη ώρα
παν της φύσεως τα δώρα σαν την ψώρα.

Σόδομα και Γόμορρα έγιναν τα όνειρα
τ' αγριοπερίστερα σε κοπάδι ύστερα
τον κοροϊδεύουν άμοιρα τα παμπόνηρα
και κοτσιλίζουν στα φτερά με χαρά τον Ρα.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΛΥΤΗΣ
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1937-1977, β' έκδ., Σμίλη, 2007

vendredi 6 juin 2008

ΩΡΑΙΟ ΚΑΙ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟ




EDUARDO GALEANO

ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΦΙΛΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ

Πολλοί Αργεντινοί ορκίζονται με το χέρι στην καρδιά ότι ήταν ο Ενρίκε Γκαρσία, "ο Τσουέκο", το αριστερό εξτρέμ της Ρασίνγκ. Και εξίσου πολλοί Ουρουγουανοί ορκίζονται, φιλώντας σταυρό, ότι ήταν ο Πέδρο Λάγο, "ο Μουλαράς", επιθετικός της Πενιαρόλ. Ήταν είτε ο ένας είτε ο άλλος, είτε και οι δυο.

Εδώ και μισό αιώνα, ίσως παραπάνω, όταν ο Λάγο ή ο Γκαρσία έβαζαν ένα τέλειο γκολ, απο αυτά που αφήνουν αγάλματα τους αντιπάλους, είτε απο τη λύσσα είτε απο θαυμασμό, μάζευαν τη μπάλα απο τα δίχτυα, την έπαιρναν παραμάσχαλα και ξανάκαναν προς την αντίστροφη διεύθυνση τη διαδρομή τους, βήμα βήμα, σέρνοντας τα πόδια τους. Έτσι, σηκώνοντας σκόνη, έσβηναν τα ίχνη τους, για να μην μπορέσει κανείς να μιμηθεί τον τρόπο του παιχνιδιού τους.


EDUARDO GALEANO
Aπο ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ
Μετάφραση Γιάννης Χρυσοβέργης
Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998



lundi 2 juin 2008

ΑΧΝΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΠΑΧΝΗ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ


ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΕΛΕΓΕΙΟ

Στη φωτιά του ματιού σου θα χαμογέλασε κάποτε ο Θεός
Θα 'κλεισε την καρδιά της η άνοιξη σα μιάς αρχαίας ακρογιαλιάς
μαργαριτάρι.
Τώρα καθώς κοιμάσαι λαμπερός
Στους παγωμένους κάμπους που οι αγράμπελες
Γίναν βαλσαμωμένα φτερά μαρμάρινα περιστέρια
Βουβά παιδιά της απαντοχής -
Ήθελα νά 'ρθεις μιά βραδιά σα βουρκωμένο σύννεφο
Άχνη της πέτρας πάχνη της ελιάς
Γιατί στο αγνό σου μέτωπο
Κάποτε θά 'βλεπα κι εγώ
Το χιόνι των προβάτων και των κρίνων
Μα πέρασες απ' τη ζωή σαν ένα δάκρυ της θάλασσας
Σα λαμπηδόνα καλοκαιριού και στερνοβρόχι του Μάη
Κι ας είσουν μιά φορά κι εσύ ένα γεράνιο κύμα της
Ένα πικρό βότσαλό της
Ένα μικρό χελιδόνι της σ' ένα πανέρημο δάσος
Χωρίς καμπάνα τη χαραυγή χωρίς λυχνάρι το απόβραδο
Με τη ζεστή σου καρδιά γυρισμένη στα ξένα
Στα χαλασμένα δόντια της άλλης ακρογιαλιάς
Στα γκρεμισμένα νησιά της αγριοκερασιάς και της φώκιας.



ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ (1911-1992)
Απο τη συλλογή ΑΜΟΡΓΟΣ, 3η έκδ., Ίκαρος, 1969


mardi 27 mai 2008

ΜΑΥΡΗ MAKOSSA


ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΣ

MAKOSSA

Κάθομαι με το γαλάζιο δέρμα μου
Ως συνήθως

Κανένας δε μ' ακουμπάει

Οι άνθρωποι κατουράν
Μες στο κεφάλι τους

Έπειτα κλείνουνε θέση
Με τον τελευταίο εφιάλτη

Γριές πετάνε κονφετί
Η μιά στην άλλη

Γυρίζουνε και μου δίνουνε μαύρα κουφέτα
Γυρίζουνε και μου δίνουνε τον Φάουστ
Και τον ζογκλέρ με τα καλώδια

Και ροκανίζουν έτσι το μυαλό μου
Ωραίοι άρρωστοι αρουραίοι



ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΣ (1944-1980)
Απο τη συλλογή ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΕΛΠΗΝΟΡΑ, εκδ. Ύψιλον 1984



jeudi 22 mai 2008

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ;



FRANZ KAFKA

Η ΓΕΦΥΡΑ

Ήμουν αλύγιστος και ψυχρός, ήμουν μιά γέφυρα, εκειτόμουν πάνω απο έναν γκρεμό. Απο δώθε ήσαν οι μύτες των ποδιών, απο κείθε ήσαν χωμένα τα χέρια, δαγκώνοντας συγκρατιόμουν απο εύθρυπτο πηλό. Οι ποδιές του σακακιού μου ανέμιζαν στα πλάγια μου. Στο βάθος θορυβούσε ο παγερός χείμαρρος με τις πέστροφες. Κανένας περιηγητής δεν επλανήθηκε σε τούτα τα άβατα ύψη, η γέφυρα δεν ήταν ακόμα σημειωμένη στους χάρτες. - Έτσι εκειτόμουν κι επρόσμενα΄ έπρεπε να προσμένω. Δίχως να γκρεμιστεί, δεν μπορεί μιά γέφυρα, που χτίστηκε μιά φορά, να πάψει να είναι γέφυρα.

Μιά φορά προς το βράδυ - ήταν το πρώτο, ήταν το χιλιοστό, δεν ξέρω - οι σκέψεις μου χάνονταν πάντα μέσα σ’ έναν κυκεώνα και όλο και κλωθογύριζαν. Προς το βράδυ το καλοκαίρι, ο χείμαρρος επάφλαζε σκοτεινότερος, άκουσα ένα αντρίκιο βήμα! Προς εμέ, προς εμένα - Τεντώσου, γέφυρα, πάρε θέση, δοκάρι απερίφραχτο, βάσταξε αυτόν που σου εμπιστεύονται. Εξουδετέρωσε ανεπαίσθητα την αστάθεια του βήματός του, αν όμως κλονίζεται, κάνε τον να σε αντιληφθεί και, σαν ένας θεός του βουνού, εκσφενδόνισέ τον στη στεριά.

Ήρθε, με τη σιδερένια μύτη του μπαστουνιού του χτύπησε επάνω μου δοκιμαστικά, ύστερα σήκωσε μ’ αυτή τις ποδιές του σακακιού μου και τις τακτοποίησε επάνω μου. Μέσα στα πυκνά μου μαλλιά έχωσε την ακίδα και την άφησε μέσα ώρα πολλή, κοιτάζοντας προφανώς γύρω του άγριος. Ύστερα όμως - τον ονειρευόμουν ακριβώς πέρα απ’ το βουνό και την κοιλάδα - πήδηξε με τα δυό του πόδια καταμεσής στο σώμα μου. Ανατρίχιασα με άγριο πόνο, ολότελα ανήξερος. Ποιός ήταν; Ένα παιδί; Ένα όνειρο; Ένας ληστής; Ένας αυτόχειρ; Ένας πειρασμός; Ένας καταστροφεύς; Και γύρισα ανάποδα να τον δω. - Γέφυρα να γυρίζει ανάποδα! Δεν είχα ακόμα γυρίσει, και γκρεμίστηκα κιόλας, γκρεμίστηκα και βρέθηκα κιόλας ξεσκισμένος και σουβλισμένος απο τις μυτερές στουρναρόπετρες, που πάντα με κοιτάζανε τόσο ειρηνικά μέσα απ’ τα νερά που λυσσομανούσαν.



FRANZ KAFKA (1883-1924)
Μετάφραση Δημ. Στ. Δήμου
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες, έτος ΣΤ΄(Μάιος-Ιούλιος 1938)



lundi 19 mai 2008

ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ



ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ

ΑΣΘΕΝΕΙΑ

Παράφορος ήταν ο έρωτας. Και είναι΄
ζει στα καθέκαστα του βίου
τώρα - περίσταση εξαιρετική -
προβάλλει την μορφή της απελπισίας΄
σπαραγμοί και καινούργιο αιματοκύλισμα των αισθημάτων
μας καλούν σ' αυτήν εδώ την δοκιμασία.

Απώλεσε η γαλήνη την επιφάνειά της
ξαναβρίσκω όσα είχα μοχθήσει να χάσω
η αβεβαιότητα υπερανθρώπων καταστάσεων μας θωρεί
η ενσύνειδη προσπάθεια μαζί να τα κοιτάμε όλα
παρηγορεί την αγωνία, μα την αυξάνει.



ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ (1907-1988)
Απο το βιβλίο ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ, εκδ. Ίκαρος, 1977

mercredi 14 mai 2008

ΜΕ ΤΟΝ ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΩΦ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ, ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ

Τον ξέρετε μήπως τον Ρασκόλνικωφ;
Ευτυχισμένοι, ευτυχισμένοι΄ εγώ
τυχαία τον γνώρισα στο δρόμο.

Ίσως τον συναντήσω κι απόψε
στα λευκά σοκάκια μας
να χτυπάει το κουδούνι πάλι
καμιάς ξύλινης πόρτας.

«Πώς πάνε τα μαθήματα;» Το μόνο.
Και τίποτε, μα τίποτε,
για το λεπτό μας ζήτημα.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (1927-1985)
Απο ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΔΕΝΤΡΑ, 3η έκδ., Κέδρος 1988




samedi 10 mai 2008

ΑΝΤΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ


GABRIELA BALDERAS

SI UN HOMBRE...

Si un hombre se vara en una mujer
igual que el barco en las arenas,
no hay manera de dragarlo.
Va hundiéndose lento
hasta que lo colma el agua
con herrumbre de muerte.

______________


ΑΝ ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ...

Αν ένας άντρας εξοκείλει σε γυναίκα
σάμπως καράβι που προσάραξε στην άμμο,
κανένας τρόπος πια να ανασυρθεί.
Πιάνει να αργοβυθίζεται
μέχρι που τον σκεπάζουν τα νερά
με μιά σκουριά θανάτου.



GABRIELA BALDERAS
Μετέφρασε ο LOCUS SOLUS
Απο τη συλλογή ESTACIONES DEL VIENTO , México D.F., 1993



mercredi 7 mai 2008

ΕΞΩ ΑΠΟ ΜΑΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ

ΕΡΗΜΙΑ

Έξω απο μας πεθαίνουν τα πράγματα

Απ' όπου περάσεις νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνει απο τους δρόμους που δεν πάτησες,
Απο τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ' τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ' τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιείς νερό,
Απο τα πλοία που δεν ταξίδεψες.

Έξω απο μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.

Ο άνεμος περνά απο δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα απο ανωνυμία και τα πουλιά απο σιωπή.

Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά απο εγκατάλειψη
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, απο μοναξιά.
Τα όνειρα, που δεν είδαμε, απο στέρηση φωτός.

Έξω απο μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ (1900-1976)
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ι, εκδ. Ιανός, 1986



dimanche 4 mai 2008

Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΤΟΥ


ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΤΟΥ

Προσπάθησα κι εγώ από παιδί ν' ακούσω τον ήχο του χόρτου που μεγαλώνει. Δεν ήσαν πολλοί εκείνοι που έλεγαν ότι είχαν ακούσει αυτόν τον ήχο, αλλά το βεβαίωναν με ύφος τελείως πειστικό. Επειδή ντρεπόμουν, το προσπάθησα κρυφά. Ώσπου κάποιος μεγαλύτερος με κατάλαβε και μου είπε πως αυτά είναι παραμύθια, πως χάνω τον καιρό μου σε ανοησίες. Έτσι, τα παράτησα κι έπεσα με τα μούτρα σε πράγματα σοβαρά. Άλλωστε παρά τις προσπάθειές μου δεν είχα ακούσει απολύτως τίποτα.

Τώρα τελευταία βλέπω αρκετούς ανθρώπους, ενήλικες και με θέση στην κοινωνία, να υποστηρίζουν πως αυτός ο ήχος πράγματι υπάρχει και πως αυτοί τον άκουσαν. Μερικοί, μάλιστα, το γράφουν και σε ποιήματα. Είπα, λοιπόν, να προσπαθήσω πάλι, αλλά του κάκου. Φαίνεται πως η ακοή μου δεν είχε ποτέ την απαιτούμενη οξύτητα.


ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Από τις ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΣΧΕΔΙΕΣ, Κέδρος 2006


jeudi 1 mai 2008

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ !





LE TEMPS DES CERISES

Quand nous chanterons le temps des cerises
Et gai rossignol, et merle moqueur
Serons tous en fête...
Les belles auront la folie en tête
Et les amoureux du soleil au coeur!
Quand nous chanterons le temps des cerises
Sifflera bien mieux le merle moqueur.

Mais il est bien court, le temps des cerises
Où l' on s' en va deux, cueillir en rêvant
Des pendants d' oreilles
Cerises d' amour aux robes pareilles
Tombant sous la feuille en gouttes de sang...
Mais il est bien court le temps des cerises,
Pendants de corail qu' on cueille en rêvant.

Quand vous en serez au temps des cerises
Si vous avez peur des chagrins d' amour
Evitez les belles...
Moi qui ne crains pas les peines cruelles
Je ne vivrai point sans souffrir un jour...
Quand vous en serez au temps des cerises
Vous aurez aussi des peines d' amour!

J' aimerai toujours le temps des cerises
C' est de ce temps-là que je garde au coeur
Une plaie ouverte...
Et Dame Fortune en m' étant offerte
Ne pourra jamais calmer ma douleur...
J' aimerai toujours le temps des cerises
Et le souvenir que je garde au coeur!


________________



Οι στίχοι είναι του δημοσιογράφου JEAN-BAPTISTE CLEMENT (1836-1903)
Tη μουσική συνέθεσε ο τενόρος ANTOINE RENARD (1825-1872).

Τραγουδάκι ερωτικό, γράφτηκε το 1867.
Εκ των υστέρων, το 1871, ο Κομμουνάρος -πλέον- στιχουργός το αφιέρωσε σε μια νεαρή νοσοκόμα των οδοφραγμάτων που σκοτώθηκε κατα τη διάρκεια της Ματοβαμμένης Βδομάδας (22-28 του Μάη) του τέλους της Παρισινής Κομμούνας.
Έκτοτε έγινε το τραγούδι-σύμβολο της ελευθερίας, της αλληλεγγύης και της ελπίδας και το ερμήνευσαν σχεδόν όλοι οι μεγάλοι Γάλλοι τραγουδιστές. Το αγαπάμε στις εκδοχές του YVES MONTANT και της JULIETTE GRECO.


mercredi 23 avril 2008

ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ Ή ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΑΨΗΤΟ ΣΦΑΧΤΟ (Ποίημα ακαδημαϊκό και comme il faut - ιδανικό για σούβλισμα, όχι για φούρνο)


ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ

Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τί φωνάζεις είπα
σε ακούνε οι καλεσμένοι.
Ο φούρνος σου δεν καίει, βέλαξε
κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική
χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.

Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.
Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος
το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα
η σφαγή.



ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
(της Ακαδημίας Αθηνών)
Απο τη συλλογή ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ, εκδ. Ίκαρος, 1998




jeudi 17 avril 2008

ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΙΣ


ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Βλέμμα
ασκημένο στην ανωνυμία
ανέτοιμο στην αναγνώριση
αφή
ιδρωμένου πυρετού αρχές της άνοιξης
όσφρηση
σάπιο μελτεμάκι
σακατεμένο στους σκουπιδότοπους της πόλης
γεύση
καμένου χρόνου σε σβηστό τσιγάρο
κι η ακοή
σε άπνοια λαβύρινθου
κλέβει υπέρηχους βροχής
πίσω απ' το τζάμι



ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ
Απο τη συλλογή ΑΝΙΔΕΟΙ ΠΑΛΙ, εκδ. Πλανόδιον, 2006



lundi 14 avril 2008

ΣΤΑ ΔΥΟ



ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απέστρεψε το πρόσωπο όταν τού
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι απο τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιός είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του τον ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μού είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυό.



ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (1917-1981)
Απο τη συλλογή ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β΄,1957


jeudi 10 avril 2008

ΜΕΡΜΗΓΚΑΚΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ



ROBERT DESNOS

LA FOURMI

Une fourmi de dix-huit mètres
Avec un chapeau sur la tête,
Ça n'existe pas, ça n'existe pas.

Une fourmi traînant un char
Plein de pingouins et de canards
Ça n'existe pas, ça n'existe pas.

Une fourmi parlant français,
Parlant latin et javanais,
Ça n'existe pas, ça n'existe pas.

Eh! Pourquoi pas ?

_______________________


ΕΝΑ ΜΕΡΜΗΓΚΑΚΙ

Ένα μερμηγκάκι δεκαοχτώ πήχες μακρύ
Με το καπελάκι του στραβά στη κεφαλή
Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει!

Ένα μερμηγκάκι να τραβάει σ' ανηφοριά
Ένα κάρο με πιγκουίνους και παπιά
Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει!

Ένα μερμηγκάκι να μιλάει φραντσέζικα
Και λατινικά κι αλαμπουρνέζικα
Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει!

Και γιατί παρακαλώ να μην υπάρχει;


ROBERT DESNOS (1900-1945)

--------------

Το ως άνω
τονισμένο απο τον JOSEPH KOSMA
και ερμηνευμένο ανυπέρβλητα απο τη JULIETTE GRECO το 1959
(ψιλο)μετέφρασε
για τους πελάτες του ornithologicus
ο εξ Ιβηρικής φίλος
EUSEBIO TRACADÓR FORMIGA FILHO DE SOUZA.
- Obrigado senhor!



dimanche 6 avril 2008

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΚΑΡΠΟΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΖΙΑΣ

ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ

Πήρα το ψαλίδι. Έκοψα τον λαιμό του πουλιού.
Άνοιξε το ράμφος. Προσπαθεί να ξεφύγει.
Το κρατώ σφιχτά. Εξέπνευσε.

Σκουπίζω το ψαλίδι. Πλένω τα χέρια.
Μετέφερα την καρδερίνα στον κήπο.
Την παραχώνω κάτω απ' τη μηλιά.
Δεν θα την βρουν ποτέ!

Κάθε μέρα τρώω απο το δέντρο
καρπό τρυφερό απαγορευμένο.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΖΙΑΣ
Απο τη συλλογή ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ, εκδ. Στιγμή, 2007


mercredi 2 avril 2008

ΜΟΛΙΣ ΝΥΧΤΩΝΕΙ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ



ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Δ' ΑΡΚΟΖΙ

Στον Νίκο Εγγονόπουλο

Ο Ιωάννης Βενιαμίν δ' Αρκόζι που πέθανε -
"εν ζωή" - και αναστήθηκε μόλις νυχτώνει
κάθε βράδυ σφάζει τα κοπάδια του - γίδια βόδια και
πρόβατα πολλά - πνίγει όλα τα πουλιά του αδειάζει
τα ποτάμια του και πάνω στον κατάμαυρο σταυρό
που 'χει στημένο καταμεσίς στο δωμάτιό του
σταυρώνει την αγαπημένη του. Ύστερα κάθεται μπρος
στ' ανοιχτό παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του
φτωχός και δακρυσμένος και σκέφτεται να 'χε
κι αυτός κοπάδια βόδια γίδια και πρόβατα πολλά
να 'χε ποτάμια με γρήγορα ολοκάθαρα νερά
να θαύμαζε κι αυτός το φτερούγισμα των πουλιών
να χαίρονταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα της γυναίκας.


ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ (1919-2005)
Απο τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1945-1971), εκδ. Κέδρος 1977



dimanche 30 mars 2008

KOKOKO !




J. RODOLFO WILCOCK

Η ΑΝΑΓΝΩΣΤΡΙΑ

Μια χοντρή κότα καταλαμβάνει το διαμέρισμα΄ τόσο χοντρή που ήδη έχει καταστρέψει κάμποσες πόρτες προσπαθώντας να περάσει απο το ένα δωμάτιο στο άλλο. Όχι όμως επειδή είναι τρομαγμένη ή διακατέχεται απο ταραχή : πρόκειται για όρνιθα διανοούμενη που περνάει σχεδόν όλο της τον καιρό διαβάζοντας. Στην πραγματικότητα είναι σύμβουλος του εκδοτικού οίκου Χ...΄ ο εκδότης τής στέλνει όλα τα νέα μυθιστορήματα που κυκλοφορούν στο εξωτερικό και η κότα τα διαβάζει, υπομονετικά, με το δεξί μάτι, γιατί δεν μπορεί να διαβάζει και με τα δύο μάτια ταυτόχρονα: το αριστερό της παραμένει κλειστό κάτω απο ένα όμορφο, γκρίζο και βελούδινο, βλέφαρο. Κάπου κάπου μουρμουρίζει κάτι, γιατί τα τυπογραφικά στοιχεία παραείναι μικρά γι΄αυτήν΄ή μάλλον κάνει κοκοκό και χτυπάει τα φτερά της, αλλά κανένας δεν μπορεί να καταλάβει αν μ' αυτό τον τρόπο εκφράζει την ευχαρίστηση ή τη βαρεμάρα της. Εν πάση περιπτώσει, αν δεν της αρέσει ένα βιβλίο, η διανοούμενη όρνιθα το τρώει΄ ο εκδοτικός οίκος Χ... στέλνει στη συνέχεια έναν υπάλληλο για να μαζέψει τα υπόλοιπα - που η κότα σκορπίζει πέρα δώθε στο σπίτι - και να τα εκδόσει. Έτσι βέβαια συνέβησαν στο παρελθόν κάμποσες παρεξηγήσεις: βιβλία που βρέθηκαν πεταμένα πίσω απο κάποιο ντουλάπι είχαν ήδη κυκλοφορήσει απο άλλον εκδότη χωρίς καμία επιτυχία. Ωστόσο η κότα εξακολουθεί να είναι ο παράγων με τη μεγαλύτερη επιρροή στην εκδοτική βιομηχανία.

Όσο για μας, δεν έχουμε ιδέα πώς θα γλυτώσουμε απ' αυτήν: όχι μόνο καταστρέφει τις πόρτες, αλλά γεμίζει απ' άκρη σ' άκρη το διαμέρισμα με τις ακαθαρσίες της και η υπηρέτρια απειλεί με παραίτηση αν δεν την ξαποστείλουμε. Και όμως πρόκειται για ζώο βαθυνούστατο, με οξύτατη κρίση και ήπια συμπεριφορά: στις έξι το απόγευμα ανεβαίνει στο ντιβάνι της, κουρνιάζει, κλείνει τα μάτια και αποκοιμιέται χωρίς να ενοχλεί κανέναν΄δεν κινείται ούτε καν για να κάνει τις ανάγκες της. Το πρωί, όταν σηκωνόμαστε, τη βρίσκουμε ήδη στην τραπεζαρία να διαβάζει κάποιο ρώσο απο τη Σιβηρία ή τον τελευταίο νοτιοαμερικανό συγγραφέα. Και βεβαίως ποτέ δεν είδαμε να έχει γεννήσει ένα αυγό.



J. RODOLFO WILCOCK (1919-1978)
Απο το βιβλίο LO STEREOSCOPIO DEI SOLITARI, Milano, 1972
Μετέφρασε (χαλαρά!) ο LOCUS SOLUS